Ραγδαία επιδείνωση των δεικτών υγείας, εμπόδια στην πρόσβαση των ασθενών στις υγειονομικές υπηρεσίες και στην επιλογή φαρμάκων και μείωση των εισοδημάτων είναι όσα καταγράφει έρευνα που διεξήχθη το Μάρτιο και τον Φεβρουάριο του 2013 από την Εθνική Σχολή Δημόσιας Υγείας. Στην ίδια έρευνα αναδεικνύεται και ο καθοριστικός ρόλος των υπηρεσιών του ΕΟΠΥΥ που σε πολλές περιπτώσεις ασθενών δένει αντί να λύνει τα χέρια των ασθενών.
Η έρευνα έγινε σε 1600 ασθενείς και στόχος ήταν να μελετήσει τις επιπτώσεις της οικονομική κρίσης στη χρήση των υπηρεσιών υγείας για τέσσερα σημαντικά προβλήματα υγείας όπως είναι η υπέρταση, ο σακχαρώδης διαβήτης ΙΙ, η χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια και η άνοια.
Σύμφωνα με τα ευρήματα καταγράφεται μείωση περίπου ?530 στο μηνιαίο οικογενειακό εισόδημα, το οποίο διαμορφώνεται σε ?1.115 με 8 στους 10 ασθενείς να αντιλαμβάνονται τη μείωση αυτή ως ιδιαίτερα υψηλή και να δηλώνουν ιδιαίτερα απαισιόδοξοι για το μέλλον τους, ενώ 2 στους 10 μείωσαν τη δαπάνη υγείας. Σε ότι αφορά τα γενόσημα, υπάρχει ασάφεια αναφορικά με τις στάσεις και αντιλήψεις των ασθενών. Αναφορικά με την ασφάλεια 4 στους 10 ασθενείς αναγνωρίζει τα γενόσημα ως ασφαλή και ποιοτικά φάρμακα ενώ η χώρα προέλευσης αποτελεί καθοριστικό παράγοντα για την αναγνώριση ότι ένα γενόσημο τηρεί προδιαγραφές ασφαλείας και μπορεί να είναι αποτελεσματικό. Η αύξηση του ποσοστού των γενοσήμων καθίσταται εφικτή μέσω της αλλαγής της συνταγογραφικής κουλτούρας των γιατρών η οποία επιτυγχάνεται με μακροχρόνιο σχεδιασμό και θέσπιση οικονομικών και άλλων κινήτρων. Το φάρμακο για τον χρόνιο ασθενή είναι «μονόδρομος», με αποτέλεσμα να μειώνει κάθε άλλη δυνατή δαπάνη για να μπορέσει να έχει πρόσβαση σε αυτό. 9 στους 10 θεωρούν το φάρμακο ιδιαιτέρως σημαντικό για τη διατήρηση του επιπέδου υγείας τους ενώ 6 στους 10 θεωρούν την άποψη του γιατρού το πρώτο κριτήριο για την αλλαγή φαρμάκου. Αδιαμφισβήτητη είναι και η σχέση εμπιστοσύνης με το φάρμακο το οποίο ήδη λαμβάνει ο ασθενής και έχει ήδη ρυθμιστεί, μολονότι επωμίζεται πρόσθετο κόστος για την αγορά του.
Το σύστημα συνταγογράφησης με βάση τη δραστική ουσία υπερθεματίζει τον ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο του γιατρού στη ζήτηση των υπηρεσιών υγείας, λόγω της ασυμμετρίας της πληροφόρησης μεταξύ των εταίρων, καθώς η άποψη του γιατρού αποτελεί το βασικό κριτήριο για την αλλαγή σκευάσματος. Μόλις 1 στους 10 άλλαξε το φάρμακό του και επέλεξε αυτό που αποζημιώνει η κοινωνική ασφάλιση. Οι 8 στους 10 ασθενείς παρέμειναν στο φάρμακό τους, μετά την εφαρμογή της συνταγογράφησης με βάση το INN, και επωμίσθηκαν την πρόσθετη δαπάνη, περικόπτοντας κάθε άλλο δυνατό έξοδο. Εντωμεταξύ, η αύξηση των ίδιων πληρωμών από τους χρόνιους ασθενείς θέτει σημαντικά εμπόδια πρόσβασης. Παράλληλα αποτελεί καθοριστική συνιστώσα μειωμένης συμμόρφωσης και κατά συνέπεια αύξησης των ποσοστών απορρύθμισης. Οι χρόνοι πάσχοντες καταβάλλουν κάθε δυνατή προσπάθεια κάλυψης του κόστους από ίδιες πληρωμές, γεγονός το οποίο, ενδεχομένως να μην είναι εφικτό σε βάθος χρόνου, δεδομένης της σταθερής ή/και αυξανόμενης οικονομικής επιβάρυνσης και της αναμενόμενης επιδείνωσης των μακροοικονομικών δεικτών (ανεργία, εισόδημα).
Μιλώντας κατά την διάρκεια της παρουσίασης της έρευνας ο κοσμήτορας της Εθνικής Σχολής Δημόσιας Υγείας Γιάννης Κυριόπουλος τόνισε πως «η λήψη μέτρων καθίσταται επιτακτική καθώς η ανεπαρκής διαχείριση των χρόνιων παθήσεων εκτός των επιπτώσεων στην υγεία του πληθυσμού ωθεί σε αυξημένη ζήτηση δευτεροβάθμιων ( αύξηση των εισαγωγών >30%) και τριτοβάθμιων υπηρεσιών υγείας με άμεση συνέπεια την όξυνση της δαπάνης και τον εκτροχιασμό του προϋπολογισμού υγείας. Οι χρόνιοι ασθενείς λαμβάνουν μόνο το 56% της κλινικά συνιστώμενης υγειονομικής φροντίδας. Η διάσταση και το μέγεθος της επίδρασης του φαινομένου αυτού δύναται να αποτυπωθεί από τη διαφορά του μέσου κόστους περίπτωσης στην πρωτοβάθμια φροντίδα η οποία υπολογίζεται σε 31,5? (με 4,5-5,0 επισκέψεις κατά κεφαλήν ετησίως) και του μέσου κόστους περίπτωσης σε ένα δημόσιο νοσηλευτικό ίδρυμα η οποία ανέρχεται σε 2108?».
Τα αναχώματα που βάζει ο ΕΟΠΥΥ
Από την έρευνα προέκυψε πως η καθημερινότητα των ασθενών είναι ιδιαίτερα δύσκολη στη διεκδίκηση της θεραπείας τους ειδικά όταν πρόκειται για ειδικά νοσήματα που απαιτούν πολύ δαπανηρές θεραπείες και ο ΕΟΠΥΥ βάζει πολλά εμπόδια στην προσπάθεια του να περιορίσει την κακή και υπερβολική χρήση υπηρεσιών. Ένα τέτοιο παράδειγμα αποτελεί η θεραπεία της ωχράς κηλίδας στην οφθαλμολογία. Ενδεικτικά θέματα της ισχύουσας κατάστασης στον ΕΟΠΥΥ που κάνουν δύσκολη τη ζωή του ασθενούς και την πρόσβαση στη θεραπεία του: Οι ασθενείς Ιδιωτικών Κλινικών (<60 κλίνων) προμηθεύονται το σκεύασμα αποκλειστικά από τον ΕΟΠΥΥ με μεγάλες καθυστερήσεις. Η διάθεση γίνεται μόνο από1 σημείο στην Αθήνα, 1 στη Θεσσαλονίκη, 1 στις επαρχιακές πόλεις. Υπάρχει ασυνέπεια στη λειτουργία της Επιτροπής του ΕΟΠΥΥ: δεν αντιμετωπίζονται όλα τα σκευάσματα με τον ίδιο τρόπο, καθώς ορισμένα απαιτούν έγκριση για κάθε χορήγηση, ενώ δε λείπουν απορρίψεις για λόγους, όπως «έχει παρέλθει ο μέγιστος αριθμός χορηγήσεων» ή «δεν υπάρχουν δεδομένα ασφάλειας».
Η ταλαιπωρία των ασθενών έχει κορυφωθεί τον τελευταίο χρόνο καθώς με δεδομένη τη διαδικασία, αδύνατον να τηρηθούν εγκεκριμένα δοσολογικά σχήματα και οι ασθενείς αποθαρρύνονται τεχνηέντως από την ενδεδειγμένη θεραπευτική αγωγή. Ειδικά δε για την επαρχία, η διαδικασία κατάθεσης αλλά και οι καθυστερήσεις προσθέτουν στην ταλαιπωρία και συχνά δεν επιτρέπουν την ορθή θεραπεία των ασθενών. Τα προβλήματα που προκύπτουν από τη διαδικασία είναι υποδοσολόγηση & υποθεραπεία, εγκατάλειψη θεραπείας ή στροφή σε off-label «λύσεις» με αυξημένο κίνδυνο για ανεπιθύμητες ενέργειες . Επιπλέον, οι απαιτούμενες διαγνωστικές εξετάσεις δεν αποζημιώνονται από τον ΕΟΠΥΥ ενώ απαιτούνται από τον ίδιο τον ΕΟΠΥΥ για την έγκριση από την Επιτροπή και για την ορθή παρακολούθηση της θεραπείας, με βάση την κλινική πράξη.
Οι ερευνητές τονίζουν πως τα χρόνια νοσήματα, μεταξύ των οποίων τα καρδιαγγειακά νοσήματα, ο καρκίνος, ο διαβήτης και τα ψυχικά νοσήματα, αποτελούν τη σημαντικότερη αιτία ανικανότητας και πρόωρου θανάτου και επιφέρουν υψηλό κόστος στο σύστημα υγείας, καθώς ευθύνονται για το 70% της ζήτησης υπηρεσιών υγείας και απορροφούν περισσότερο από το 65% της εθνικής υγειονομικής δαπάνης. Στην κατεύθυνση αυτή η ερευνητική ομάδα προτείνει μεταρρυθμίσεις οι οποίες κρίνονται απαραίτητες και αφορούν την στροφή στην πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας (ΠΦΥ) με κύριους άξονες την εισαγωγή κλειστών σφαιρικών προϋπολογισμών, την παροχή κινήτρων αποδοτικότητας και παραγωγικότητας και την δημιουργία ολοκληρωμένων δομών πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας.
Βάσω Καλυβιώτη