Περισσότερα από 200 βρέφη πέθαναν μέσα σε δύο δεκαετίες σε ένα μαιευτήριο της δυτικής Αγγλίας με την βρετανική κυβέρνηση να ζητά δημοσίως συγγνώμη.
Έπειτα από πενταετή έρευνα, η έκθεση για τις πρακτικές που ακολουθούσε το νοσοκομείο του Σριούσμπερι κατέληξε σε ανατριχιαστικά συμπεράσματα.
Σύμφωνα με τους ερευνητές, 201 μωρά θα μπορούσαν να σωθούν αν το νοσοκομείο τους παρείχε καλύτερη περίθαλψη. Εννέα μητέρες έχασαν επίσης τη ζωή τους λόγω της κακομεταχείρισης που τους επιφυλάχθηκε ενώ άλλες υποχρεώθηκαν να γεννήσουν με φυσιολογικό τοκετό αν και θα έπρεπε να έχουν υποβληθεί σε καισαρική.
«Σε όλες τις οικογένειες που υπέφεραν τόσο πολύ, λυπάμαι» είπε ο υπουργός Υγείας Σατζίντ Τζάβιντ μιλώντας σήμερα στο κοινοβούλιο. Η έκθεση, παραδέχτηκε «δείχνει με σαφήνεια ότι δεν σας αντιμετώπισε όπως θα έπρεπε μια υπηρεσία που ήταν εκεί για να σας βοηθήσει, εσάς και τους δικούς σας ανθρώπους, να φέρετε στον κόσμο μια ζωή», πρόσθεσε.
Στην έκθεση των 250 σελίδων αναφέρονται μεταξύ άλλων περιπτώσεις νεογέννητων που έφεραν κατάγματα στο κρανίο, άλλα σπασμένα οστά και εγκεφαλικά προβλήματα λόγω έλλειψης οξυγόνου κατά τη γέννησή τους. «Σημαντικές ή μεγάλες» παραλείψεις παρατηρήθηκαν επίσης στο 25% των 498 θνησιγενών μωρών που μελετήθηκαν. Στο 40% των περιπτώσεων αυτών δεν έγινε καμία εσωτερική έρευνα στο νοσοκομείο.
Το μαιευτήριο «δεν κατάφερε να ερευνήσει (αυτά τα συμβάντα), να μάθει (από τα λάθη του) και να βελτιωθεί», δήλωσε την Τρίτη η Ντόνα Όσκεντεν, η επικεφαλής της έρευνας.
Η έρευνα ξεκίνησε με αφορμή την καταγγελία του Ρίτσαρντ Στάντον και της Ριάνον Ντέιβις, η κόρη των οποίων, η Κέιτ, πέθανε λίγες ώρες μετά τη γέννησή της το 2009. Σύμφωνα με την έκθεση, η Ριάνον Ντέιβις δεν τέθηκε υπό ιατρική παρακολούθηση κατά τον τοκετό, μολονότι υπήρχαν πολλές ενδείξεις ότι το μωρό που επρόκειτο να φέρει στον κόσμο δεν ήταν καλά στην υγεία του.
Στην έρευνα που ξεκίνησε το 2017 εξετάστηκαν 1.592 συμβάντα που αφορούσαν 1.486 οικογένειες. Τα περισσότερα από αυτά έγιναν μεταξύ 2000-2019.
Ο βουλευτής Τζέρεμι Χαντ, ο οποίος είχε ζητήσει τη διενέργεια έρευνας το 2017 για 23 περιπτώσεις «παραλείψεων» είπε ότι τα συμπεράσματα της έκθεσης είναι πολύ χειρότερα απ’ όσο φανταζόταν και «πολύ, πολύ σοκαριστικά».
Σύμφωνα με την έκθεση, το μαιευτήριο πίεζε τις γυναίκες να γεννούν με φυσιολογικό τοκετό ώστε να κρατά όσο το δυνατόν χαμηλότερα το ποσοστό των καισαρικών. Πολύ σπάνια κατέφευγε σε καισαρικές αφού η πολιτική του ήταν «να τις αποφεύγουν με κάθε τρόπο», όπως κατέθεσε ένας εργαζόμενος.
«Όταν ανησυχούσαμε, για παράδειγμα για τον καρδιακό ρυθμό ενός μωρού, προσπαθούσαν ξανά και ξανά (να αποφύγουν την καισαρική), μέχρι που το μωρό να αισθάνεται δυσφορία (…) επειδή έλεγαν ότι ήθελαν να κρατήσουν χαμηλά το ποσοστό των καισαρικών», είπε ένας άλλος.
Σε μια πρώτη έκθεση που δημοσιοποιήθηκε το 2020 η Όκεντεν ανέφερε ότι το ποσοστό των καισαρικών τα τελευταία 20 χρόνια ήταν συστηματικά 8-12 μονάδες χαμηλότερα από τον μέσο όρο όλων των μαιευτηρίων της Αγγλίας και η κλινική παρουσίαζε τα στοιχεία αυτά ως επιτυχία της. «Το νοσοκομείο ήταν πεπεισμένο ότι η μαιευτική κλινική ήταν καλή. Έκαναν λάθος», τόνισε η Όκεντεν.