Ως κάταγμα, αναφέρεται η λύση της συνεχείας -σπάσιμο- ενός οστού, εξ αιτίας της επιδράσεως μιάς ισχυρής εξωτερικής δύναμης.
Στους ηλικιωμένους, τα οστά των οποίων είναι πιο εύθραυστα, είναι δυνατό να συμβεί κάταγμα ακόμη και όταν η ασκούμενη εξωτερική δύναμη δεν είναι τόσο ισχυρή.
Το κάταγμα, παρουσιάζεται συνήθως στο σημείο του οστού που ασκήθηκε η εξωτερική δύναμη. Υπάρχει όμως περίπτωση, η δύναμη να μεταδοθεί σε ένα διπλανό οστούν και εκεί να εκδηλωθεί το κάταγμα. Για παράδειγμα, η πτώση κάποιου πάνω στο τεντωμένο του χέρι, μπορεί να προκαλέσει κάταγμα της κλείδας (οστούν του άνω θωρακικού τοιχώματος). Ποδοσφαιριστής που αστοχεί στο να κλωτσήσει τη μπάλα και προσκρούει το πόδι του στο έδαφος, μπορεί να υποστεί κάταγμα επιγονατίδος.
Τέλος, σε περίπτωση εξαρθρήματος όπου αλλάζει βίαια η γεωμετρία της αρθρώσεως, καθώς οι σύνδεσμοι εκτείνονται απότομα, μπορεί να προκαλέσουν απόσπαση οστικού τμήματος (κάταγμα), από οστούν στο οποίο προσφύονται.
Το κάταγμα συνοδεύεται από έντονο άλγος, το οποίο πολλαπλασιάζεται σε κάθε προσπάθεια κίνησης. Ακόμη και κατά την ελαφρά πίεση στο σημείο του κατάματος, το άλγος πολλαπλασιάζεται. Υπάρχει τοπικό οίδημα (πρήξιμο) και παραμόρφωση του μέλους. Σε ορισμένα είδη καταγμάτων, όπως κάταγμα του αυχένα του μηριαίου οστού, παρατηρείται και έξω στροφή του ποδιού. Μερικές φορές, βοηθά η σύγκριση του τραυματισμένου μέλους που πιθανολογείται ότι έχει υποστεί κάταγμα, με το αντίστοιχο υγιές. Ένα κάταγμα δεν αποκλείεται να συνοδεύεται από εκχύμωση (μελάνιασμα).
Τα κατάγματα διακρίνονται σε τρείς κατηγορίες, τα κλειστά, τα ανοικτά και τα επιπλεγμένα.
Α. Κλειστά Κατάγματα. Είναι εκείνα στα οποία το δέρμα και οι παρακείμενες δομές γύρω από το σημείο του κατάγματος, έχουν παραμείνει ανέπαφα.
Β. Ανοικτά Κατάγματα. Είναι εκείνα στα οποία είτε συνυπάρχει τραυματισμός του δέρματος και των παρακειμένων δομών με αποτέλεσμα την αποκάλυψη του σπασμένου οστού, είτε το σπασμένο οστικό άκρο διαπερνά τις υπερκείμενες δομές και το δέρμα και προβάλλει επιφανειακά.
Γ. Επιπλεμένα Κατάγματα. Είναι εκείνα στα οποία έχει ταυτόχρονα προκληθεί κάκωση και κάποιας άλλης παρακείμενης δομής. Επί παραδείγματι, μπορεί να έχει υποστεί βλάβη διερχόμενο νεύρο, αγγείο, παρακείμενη άρθρωση (κάταγμα – εξάρθρημα)
Η αντιμετώπιση ενός κατάγματος, περιλαμβάνει τα εξής:
• Το κάταγμα ακινητοποιείται. Εάν δεν διατίθεται νάρθηκας, επιλέγεται ένα κομμάτο ξύλου και η ακινητοποίηση γίνεται με περίδεση δι΄ ενός ελαστικού επιδέσμου. Εάν δεν υπάρχει επίδεσμος, χρησιμοποιείται ένα πουκάμισο ή μία πετσέτα που έχει σχιστεί σε λωρίδες. Εάν πρόκειται για κάταγμα κάτω άκρου και δεν διατίθεται μέσον ακινητοποιήσεως, περιδένεται το τραυματισμένο πόδι επί του υγιούς. Πάντα όταν επιχειρείται περίδεση, η πίεση που εξασκείται θα πρέπει να είναι τόση – όση, ώστε να επιτρέπεται η ροή του αίματος διά των αρτηριών.
• Τα άκρα του οστού που υπέστη κάταγμα είναι αιχμηρά και κοφτερά. Κάθε προσπάθεια ανατάξεως, εκτός από τον πόνο που προκαλεί, κρύβει τον κίνδυνο της προκλήσεως σοβαρών βλαβών σε διερχόμενα αγγεία και νεύρα.
• Επί συνυπάρχοντος τραύματος, θα γίνεται καθαρισμός με άφθονο νερό και αντισηψία με τυχόν διατιθέμενα αντισηπτικά (οξυζενέ, βάμα ιωδίου, κ.λ.π.)
• Επί εντόνου άλγους (πόνου), βοηθά η χορήγηση τυχόν διατιθέμενου αναλγητικού. Προτιμώνται αναλγητικά που έχει ξαναπάρει ο τραυματίας.
• Ο τραυματίας δεν πρέπει να κάνει χρήση του μέλους που έχει υποστεί το κάταγμα. Παραμένει ξαπλωμένος ή καθιστός (ανάλογα με την περίπτωση), σκεπασμένος με μία κουβέρτα ώστε να παραμένει ζεστός.
• Εφ΄ όσον διαθέτει τις αισθήσεις του, μπορεί να του δοθεί να πιεί νερό, χυμός ή κάποιο αφέψημα.
• Είναι απαραίτητη η ταχύτερη κατά το δυνατόν μεταφορά του τραυματία σε θεραπευτήριο.
(Από το βιβλίο «Ιατρική Μέριμνα» του γεν. Χειρουργού κ. Κων/νου Στρατή)