Ο κυτταρομεγαλοϊός (CMV) είναι ιός που μπορεί να μεταδοθεί με την ανθρώπινη επαφή (σάλιο, σταγονίδια αέρα και πιθανώς με την τουαλέτα). Ο ενήλικας που θα «κολλήσει» τον CMV μπορεί να μην αισθανθεί καθόλου άρρωστος, αν και ορισμένες φορές η μόλυνση μοιάζει με γρίπη ή λοιμώδη μονοπυρήνωση (πυρετός, πρησμένοι αδένες, εξάνθημα κ.α.).
Σε περίπτωση που η πρωτολοίμωξη συμβεί κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης ο ιός έχει 30 με 40% πιθανότητες να περάσει τον πλακούντα. Αντίθετα αν υπάρξει επανενεργοποίηση ή επαναλοίμωξη από τον ιό κατά την διάρκεια της εγκυμοσύνης τότε οι αντίστοιχες πιθανότητες είναι μόλις 2 με 3% ενώ συγχρόνως έχει πολύ ηπιότερες συνέπειες για το έμβρυο.
Είναι λοιπόν πολύ σημαντικό να γνωρίζουμε εάν το έμβρυο έχει τελικά μολυνθεί ή όχι.
Η διάγνωση της συγγενούς λοίμωξης από κυτταρομεγαλοϊό μπορεί να απαιτεί αρκετές εξετάσεις αίματος και ούρων. Για τα μεγαλύτερα παιδιά και τους εφήβους, η εξέταση αίματος αρκεί.
Υπάρχουν αρκετά αντιικά φάρμακα για την καταπολέμηση της λοίμωξης στα παιδιά που αντιμετωπίζουν προβλήματα με το ανοσοποιητικό τους σύστημα. Ωστόσο, τα οφέλη της χρήσης αυτών των φαρμάκων στα υγιή παιδιά δεν είναι εξακριβωμένα. Θα πρέπει να χορηγείται φαρμακευτική αγωγή στα νεογέννητα με συγγενή λοίμωξη. Έρευνα έδειξε ότι η φαρμακοθεραπεία στα νεογέννητα με συγγενή λοίμωξη μείωσε τις πιθανότητες να εμφανίσουν κώφωση.
Οι έγκυες γυναίκες που δεν έχουν ανοσία στον κυτταρομεγαλοϊό, θα πρέπει να αποφεύγουν τη στενή επαφή με τα μικρά παιδιά που μπορεί να έχουν προσβληθεί από τον ιό ή τουλάχιστον να τηρούν σχολαστικά τους κανόνες υγιεινής, ειδικά όσον αφορά στο πλύσιμο των χεριών.
Στην περίπτωση που είναι ήδη έγκυος και διαγνωστεί με CMV, τότε το έμβρυο μπορεί να ελεγχθεί κάνοντας αναλυτικό υπερηχογράφημα και αμνιοκέντηση. Δυστυχώς, ακόμη κι αν το υπερηχογράφημα είναι φυσιολογικό, δεν αποκλείεται η μόλυνση του εμβρύου. Αντίθετα, ακόμα κι αν η αμνιοκέντηση επιβεβαιώσει ότι το έμβρυο έχει τον ιό, δε σημαίνει ότι αυτό θα αρρωστήσει βαριά.