Η πνευμονική εμβολή είναι η αιφνίδια εγκατάσταση ξένου σώματος συνήθως θρόμβου, δηλαδή τεμαχίου συγκεντρωμένου πηγμένου αίματος στην αρτηρία του πνεύμονα, με αποτέλεσμα να διακόπτεται η ροή του αίματος από εκείνο το σημείο του πνεύμονα και πέρα.
Αίτια
Ο θρόμβος αποσπάται κυρίως από τις φλέβες της συστηματικής κυκλοφορίας (της πυέλου και των κάτω άκρων συχνότερα) ή σπανιότερα από τις δεξιές καρδιακές κοιλότητες (10% περίπου του συνόλου). Ο σχηματισμός τους οφείλεται στην βραδεία κυκλοφορία του αίματος σε συνδυασμό με τη χρόνια συμπίεση των φλεβών εκ των έξω ή την ύπαρξη τοπικής βλάβης στο τοίχωμά τους. Ο θρόμβος ή τμήματά του αποσπώνται από το τοίχωμα των φλεβών και ενσφηνώνονται τελικά στα αγγεία των πνευμόνων. Η διαδικασία αυτή έχει σαν αποτέλεσμα τη διακοπή της αιμάτωσης του πνεύμονα στην περιοχή εκείνη, ενώ ο αερισμός διατηρείται. Λίγες ώρες μετά τη διακοπή της αιμάτωσης μιας πνευμονικής περιοχής, οι κυψελίδες συμπτύσσονται, γίνεται ανεπαρκής η ανταλλαγή των αερίων (ανταλλαγή Ο2 και CO2) με αποτέλεσμα την υποξαιμία (μειώνεται το Ο2 του οργανισμού).
Προδιαθεσικοί παράγοντες της πνευμονικής εμβολής είναι οι ίδιοι που προκαλούν τη θρόμβωση των εν τω βάθει φλεβών των κάτω άκρων. Κεντρικό ρόλο στη θρόμβωση έχουν η υπερπηκτικότητα, η στάση και ο τραυματισμός των αγγείων. Άλλοι παράγοντες που αυξάνουν τον κίνδυνο εμβολών είναι η προχωρημένη ηλικία, το κάπνισμα, η εξωγενής χρήση οιστρογόνων, κλπ. Πιο συγκεκριμένα μερικά αίτια θρόμβωσης των φλεβών των κάτω άκρων είναι οι ηλικιωμένοι κλινήρεις επί μακρόν, χειρουργημένα άτομα (γυναικολογικά, ορθοπεδικά, κλπ), καρδιοπαθείς και καταστάσεις ακινησίας γενικότερα. Σε περιπτώσεις εμφράγματος ή κολπικής μαρμαρυγής μπορεί να συμβεί απόσπαση του θρόμβου από τις δεξιές κοιλότητες της καρδιάς.
Συμπτώματα
Η πνευμονική εμβολή δεν έχει ειδικά κλινικά συμπτώματα, πράγμα που κάνει τη διάγνωσή της σχετικά δύσκολη. Το κυριότερο σύμπτωμα είναι η αιφνίδια έναρξη δύσπνοιας (80%), ενώ λιγότερο συχνά υπάρχουν πλευριτικός θωρακικός πόνος (70%) και αιμόπτυση (20-30% και συνήθως σε περιπτώσεις πνευμονικού εμφράκτου). Τα συχνότερα κλινικά ευρήματα είναι ταχυκαρδία και η ταχύπνοια (γρήγορες κοφτές αναπνοές), ενώ λιγότερο συχνά μπορεί να παρατηρηθεί εμφανής θρομβοφλεβίτιδα, οξεία πνευμονική υπέρταση και υπεζωκοτική τριβή (ακροαστικό εύρημα). Φαινόμενα όπως η κυάνωση, η συγκοπή, η μεγάλη πτώση της αρτηριακή πίεσης, η διόγκωση των φλεβών του τραχήλου, η ωχρότητα και η εφίδρωση είναι κάποια από τα χαρακτηριστικά της μαζικής πνευμονικής εμβολής. Τα πολλαπλά πνευμονικά έμβολα εκδηλώνονται με δύσπνοια που επιδεινώνεται προοδευτικά μέσα σε λίγες εβδομάδες και μπορεί να συνοδεύεται από αδυναμία, συγκοπτικά επεισόδια ή στηθάγχη (πόνο στο στήθος) κατά την προσπάθεια.
Διάγνωση
Ο γιατρός μαζί με το ιστορικό και τη συμπτωματολογία του ασθενούς, χρειάζεται να κάνει ποικίλες εργαστηριακές εξετάσεις προκειμένου να θέσει τη διάγνωση της πνευμονικής εμβολής. Αυτές κυμαίνονται από απλές εξετάσεις ρουτίνας όπως είναι η γενική εξέταση αίματος όπου παρατηρείται αύξηση των λευκών, τα αέρια αίματος, το ηλεκτροκαρδιογράφημα και η ακτινογραφία θώρακος ως και πιο εξειδικευμένες εξετάσεις όπως είναι το σπινθηρογράφημα πνευμόνων και η πνευμονική αγγειογραφία.
Θεραπεία
Η πνευμονική εμβολή αντιμετωπίζεται με τη χορήγηση αντιπηκτικής αγωγής παρεντερικά αρχικά (ηπαρίνης ενδοφλέβια ή χαμηλού μοριακού βάρους ηπαρίνης υποδόρια) και κατόπιν από του στόματος (βαρφαρίνη). Ανάλογα με τον κίνδυνο επανεμφάνισης εμβολικών επεισοδίων κρίνεται η συνέχιση της αντιπηκτικής αγωγής για μερικούς μήνες ή και για ολόκληρη τη ζωή του ασθενούς.
Στους ασθενείς με μαζική πνευμονική εμβολή, η θρομβολυτική θεραπεία (στρεπτοκινάση, ουροκινάση, κλπ) επιταχύνει η διάλυση του εμβόλου και είναι δυνατόν να μειώσει τη θνητότητα.
Σε ασταθείς ασθενείς που αντενδείκνυται η αντιπηκτική αγωγή ή η θρομβόλυση, εξετάζεται από τον θεράποντα ιατρό η χειρουργική εμβολεκτομή.
Γενικά μέτρα αποτελούν η χορήγηση οξυγόνου, αναλγητικά φάρμακα, κατάκλιση και ότι άλλο είναι απαραίτητο στην κάθε περίπτωση.