Το χαλάζιο (κύστη μεϊβομιανού αδένα) είναι μια χρόνια λιποκοκκιωματώδης φλεγμονώδης βλάβη που προκαλείται από την απόφραξη των στομίων των αδένων και τη λίμναση των σμηγματωδών εκκρίσεων.
Έτσι δημιουργείται σιγά σιγά μια κύστη που εντοπίζεται συνήθως στο άνω ή στο κάτω βλέφαρο. Ασθενείς με ροδόχρου ακμή ή σμηγματορροϊκή δερματίτιδα έχουν αυξημένο κίνδυνο να παρουσιάσουν χαλάζιο και ενδεχομένως πολλαπλά ή υποτροπιάζοντα χαλάζια.
Αιτία
το χείλος των βλεφάρων υπάρχει ένας μηχανισμός παραγωγής λαδιού. Το λάδι παράγεται μέσα στο βλέφαρο από μικρούς αδένες οι οποίοι εκρέουν σε μικρά ανοίγματα που βρίσκονται πίσω από τη συστοιχία των βλεφαρίδων. Ο σκοπός παραγωγής του λαδιού που εκρέει στο χείλος των βλεφάρων είναι η ανάμειξη του με το υγρό συστατικό των δακρύων, έτσι ώστε τα δάκρυα να λιπαίνουν την πολύ ευαίσθητη επιφάνεια του ματιού που έρχεται σε διαρκή τριβή με τα βλέφαρα κατά το ανοιγοκλεισίμο των ματιών.
Όταν η παραγωγή του λαδιού μέσα στους μεϊβομιανούς αδένες (meibomian), δεν γίνεται φυσιολογικά αλλά με έναν παχύρευστο τρόπο, ή εάν από μακιγιάζ ή από κάτι άλλο κλείσει ένα από τα ανοίγματα αυτών των αδένων, τότε προκαλείται απόφραξή τους και «φούσκωμα». Συνήθως το χαλάζιο δημιουργείται με αιτία τη βλεφαρίτιδα η οποία δεν είναι μία ασθένεια ή μόλυνση, αλλά μία κακή λειτουργία των αδένων λαδιού που υπάρχουν μέσα σε αυτά. Τελικά δημιουργείται σιγά σιγά μια κύστη. Τα συμπτώματα είναι πόνος, ερυθρότητα και διόγκωση στα βλέφαρα. Ασθενείς με ροδόχρου ακμή ή σμηγματορροϊκή δερματίτιδα έχουν αυξημένο κίνδυνο να παρουσιάσουν χαλάζιο και ενδεχομένως πολλαπλά ή υποτροπιάζοντα χαλάζια.
Όταν το χαλάζιο είναι μικρό και χωρίς άλλα συμπτώματα, μπορεί να απορροφηθεί από μόνο του. Εάν είναι μεγάλο μπορεί να επηρεάσει την όραση λόγω βλεφαρόπτωσης ή πίεσης του ματιού. Αρκετές φορές το χαλάζιο επιμολύνεται από μικρόβια, οπότε παρατηρείται και πύον στην περιοχή της ερυθρότητας. Καμμιά φορά ένα χαλάζιο μπορεί να προκαλέσει αιφνίδιο οίδημα σε όλη την έκταση του βλεφάρου.
Το χαλάζιο θεραπεύεται µε τους εξής τρόπους µε τους οποίους αντιμετωπίζουμε τη βλεφαρίτιδα
1. Ζεστές κοµπρέσες
2. Συνθετικά δάκρυα για τον ερεθισµό των µατιών
3. Συνταγογράφηση κάποια αλοιφής αντιβιοτικού που περιέχει και κορτιζόνη, όταν αυτό δεν
υποχωρεί απλώς µε κοµπρέσες και µε δάκρυα (η συνταγογράφηση φαρµάκου που περιέχει κορτιζόνη πρέπει να γίνεται ΜΟΝΟ από οφθαλµίατρο γιατί η χρήση φαρµάκων στα µάτι που περιέχουν αυτήν την ουσία, χωρίς την παρακολούθηση οφθαλµίατρου µπορεί να προκαλέσει σε ορισµένες περιπτώσεις γλάυκωµα, αλλά και καταρράκτη).
4. Σε ορισµένες περιπτώσεις, εάν το χαλάζιο γίνεται σε υπόστρωµα πολύ σοβαρής βλεφαρίτιδας χορηγείται αντιβιοτικό της οικογένειας των τετρακυλινών από το στόµα, δηλαδή τετρακυκλίνη ή δοξυκυκλίνη (vibramycin) ή µινοσυκλίνη (Minocyn). Αυτά τα αντιβιοτικά, εάν και είναι ήπια αντιβιοτικά σε σχέση µε αυτά που χρησιµοποιούνται καθηµερινώς από γιατρούς όλων
των ειδικοτήτων, έχουν µία παρενέργεια η οποία είναι χρήσιµη σε αυτό το πρόβληµα:
µεταβολίζονται και εκβάλλονται από τον οργανισµό από τους αδένες λαδιού και έτσι
µπαίνοντας µέσα σε αυτόν τον µηχανισµό, οι εκρίσεις γίνονται πιο λεπτόρευστες µε
αποτέλεσµα να µπορεί να αποσυµφορηθεί ο αδένας και να «ξεφουσκώσει» και ηρεµήσει το χαλάζιο. Σε ορισµένες ακραίες περιπτώσεις που το χαλάζιο επιµένει και δεν υποχωρεί µε συντηρητική αγωγή, όπως αυτή που αναφέρθηκε πιο πάνω, αφαιρείται χειρουργικά ή υποβάλλεται σε αγωγή µε ένεση µικρής ποσότητας κορτιζόνης µέσα στη «καρδιά» του χαλαζίου. Σε µελέτες που έχουν γίνει συγκρίνοντας πολλούς ασθενείς, είτε γίνει συντηρητική σγωγή, είτε γίνει χειρουργική αφαίρεση, είτε ένθεση κορτιζόνης µε ένεση, τα αποτελέσµατα συνήθως είναι τα ίδια µετά από 6 µήνες. Πρέπει να σηµειωθεί ότι υπάρχει µία µικρή πιθανότητα κάποιος να χρησιµοποιήσει όλη αυτήν τηναγωγή, να έχει µία επιτυχή έκβαση του προβλήµατος, αλλά να µείνει κάποιο µικρό ψηλαφητό ψεγάδι στα βλέφαρα το οποίο όµως συνήθως είναι καθαρά αισθητικό.
Κάτι άλλο που πρέπει να σηµειώσουµε είναι ότι πολύ συχνά το χαλάζιο και η βλεφαρίτιδα που συνήθως προδιαθέτει σε χαλάζιο παρουσιάζεται σε άτοµα που έχουν ροδόχρου ακµή, ένα γενικότερο δερµατολογικό πρόβληµα στο οποίο η λειτουργία των αδένων λαδιού είναι ελαττωµατική σε µεγάλη επιφάνεια του δέρµατος. Πρέπει λοιπόν, εάν έχουµε κάποια ανάλογα συµπτώµατα, να συμβουλευόμαστε τον οφθαλμίατρο µας για την καλύτερη δυνατή αντιµετώπιση.