Το σύνδρομο Guillain-Barré είναι ένα σπάνιο νευρολογικό νόσημα στο οποίο το ανοσοποιητικό σύστημα του οργανισμού επιτίθεται εναντίον των νεύρων, με αποτέλεσμα ο ασθενής να παρουσιάζει παράλυση και μούδιασμα – συνήθως στα χέρια και τα πόδια.
Η αιτιολογία παραμένει άγνωστη. Σε ένα μεγάλο αριθμό ασθενών η νόσος εκδηλώνεται μετά από κάποια λοιμώδη ασθένεια όπως γρίπη ή γαστρεντερίτιδα, ενώ σε κάποιες περιπτώσεις έχει προηγηθεί χειρουργική επέμβαση. Πρόκειται για μια επείγουσα ιατρική κατάσταση που χρήζει νοσηλείας. Αρκετοί από τους ασθενείς θα χρειασθούν αναπνευστική υποστήριξη. Κάποια μόνιμη νευρολογική βλάβη μπορεί να παραμείνει στο 15 με 20% ενώ το ποσοστό θνητότητας είναι μικρότερο από 5%.
Ποια είναι τα συμπτώματα
Τα σημεία και συμπτώματα της νόσου περιλαμβάνουν μούδιασμα και αιμωδίες που ξεκινούν στα δάχτυλα των χεριών ή των ποδιών και μυϊκή αδυναμία, που εξαπλώνεται συνήθως από τα πόδια και τα χέρια προς το πρόσωπο. Η εξάπλωση των αιμωδιών και του μουδιάσματος και η δυσχέρεια της αναπνοής αποτελούν εκδηλώσεις που χρήζουν επείγουσας αντιμετώπισης. Σε ορισμένες περιπτώσεις, η αδυναμία μπορεί να είναι αρκετά σοβαρή και να προκαλέσει παράλυση, ενώ ενδέχεται να προσβληθούν επίσης οι αναπνευστικοί μυς. Οι μυς που είναι υπεύθυνοι για τις κινήσεις των οφθαλμών και του προσώπου, την ομιλία, τη μάσηση και την κατάποση μπορεί να αποδυναμωθούν ή και να παραλύσουν.
Αίτια
Το σύνδρομο ταξινομείται ως μεταλοιμώδης, ανοσοεπαγόμενη νόσος, επειδή ακολουθεί συχνά μια οξεία λοίμωξη, ειδικά από Campylobacter jejuni, κυτταρομεγαλοϊό ή τον ιό Epstein-Barr. Η επίπτωση του GBS μετά από ιογενείς ή βακτηριακές λοιμώξεις υποδηλώνει ότι η νόσος μπορεί να προκαλείται από την ανοσολογική απάντηση του οργανισμού στα λοιμώδη αντιγόνα, τα οποία παρουσιάζουν κοινούς επιτόπους με τα αντιγόνα των νευρικών κυττάρων του σώματος. Τα αντισώματα εναντίον του οργανισμού παρουσιάζουν διασταυρούμενη αντίδραση με τα αντιγόνα στην επιφάνεια των νεύρων που φέρουν έλυτρο μυελίνης, προκαλώντας απομυελίνωση.
Διάγνωση
H διάγνωση της νόσου γίνεται με βάση τα σημεία και τα συμπτώματα της νόσου, την κλινική εξέταση και τα αποτελέσματα κάποιων διαγνωστικών εξετάσεων όπως είναι η οσφυονωτιαία παρακέντηση.
Θεραπεία
Η θεραπεία στοχεύει στην υποστήριξη των ασθενών έως ότου επανέλθει η κινητική λειτουργία. Περίπου το ένα τρίτο των ασθενών χρειάζονται διασωλήνωση και μηχανικό αερισμό, ώσπου να μπορέσουν και πάλι να αναπνεύσουν μόνοι τους. Η ολική παρεντερική διατροφή, η φυσικοθεραπεία, η παρακολούθηση της καρδιακής λειτουργίας και η προσεκτική επιτήρηση για τυχόν λοιμώξεις αποτελούν σημαντικά μέτρα για τη μείωση των επιπλοκών. Η πλασμαφαίρεση και η χορήγηση ενδοφλέβιας άνοσης σφαιρίνης (IVIG) είναι περισσότερο χρήσιμες σε ασθενείς με ταχέως εξελισσόμενη παράλυση.