Tον αποκαλούν ζωοδότη και όχι άδικα, καθώς οι αχτίδες του επιδρούν ευεργετικά όχι μόνο στον ανθρώπινο αλλά και σε οιανδήποτε άλλον οργανισμό. H συστηματική όμως και πολύωρη έκθεση της επιδερμίδας μας στην ηλιακή ακτινοβολία εγκυμονεί, όπως έχει εδώ και δεκαετίες αποδειχθεί επιστημονικά, μια σειρά κινδύνων για την ανθρώπινη υγεία, ο μεγαλύτερος μεταξύ των οποίων είναι αυτός της εκδήλωσης καρκίνου του δέρματος.
Ωστόσο, μια νέα επιστημονική έρευνα, που ήρθε προσφάτως στο φως της δημοσιότητας, απειλεί να προσθέσει έναν ακόμη «πονοκέφαλο» σε όσους καπνιστές επιθυμούν διακαώς ένα όσο το δυνατόν τροπικότερο μαύρισμα κατά τη διάρκεια των καλοκαιρινών διακοπών.
Tα νέα στοιχεία ενισχύουν τις υποψίες της επιστημονικής κοινότητας για την ύπαρξη άμεσου συσχετισμού μεταξύ της απόχρωσης του ανθρωπίνου δέρματος και του ποσοστού εξάρτησης από τη νικοτίνη. H έρευνα, η οποία διεξήχθη από ομάδα επιστημόνων του πανεπιστημίου της Πενσιλβάνια, με τη συμμετοχή 150 ατόμων, κατέδειξε, μεταξύ άλλων, ότι οι εθελοντές που διέθεταν σε υψηλότερη περιεκτικότητα τη χρωστική ουσία μελανίνη στον οργανισμό τους κατανάλωναν κατά μέσο όρο περισσότερα τσιγάρα από τους συμμετέχοντες που διέθεταν πιο ανοιχτόχρωμο δέρμα.
Oι μεν πρώτοι εμφάνιζαν παράλληλα, σε σχέση με τους δεύτερους, μεγαλύτερο βαθμό εξάρτησης στη νικοτίνη, ενώ ο οργανισμός τους αντιδρούσε με μεγαλύτερη ευαισθησία στις παράγωγες και ύποπτες για εκδήλωση καρκίνου ουσίες των τσιγάρων.
«Διαπιστώσαμε ότι η συγκέντρωση μελανίνης συνδέεται άμεσα με τον αριθμό των καθημερινά καταναλισκόμενων τσιγάρων, τον βαθμό εξάρτησης στη νικοτίνη και την έκθεσή της σε αυτήν», επισημαίνει ο επιστημονικός ερευνητής, ειδικός σε θέματα βιοσυμπεριφοράς της υγείας, καθηγητής του πανεπιστημίου της Πενσιλβάνια, Γκάρι Kινγκ, ο οποίος επέλεξε τους εθελοντές για την έρευνα από τους κόλπους των Aφροαμερικανών. Οι ερευνητές μέτρησαν επιπλέον τα επίπεδα κοτινίνης, ένα τοξικό υποπροϊόν της νικοτίνης.
H «ύπουλη» μελανίνη
H ερευνητική ομάδα βασίστηκε στις στατιστικές αναλύσεις των δεδομένων σχετικά με 3 παραμέτρους του καπνίσματος (ημερήσιος αριθμός τσιγάρων, τεστ βαθμού εξάρτησης από τη νικοτίνη και των επιπέδων συγκέντρωσης κοτινίνης), σε συνδυασμό με μια σειρά άλλων μεταβλητών, όπως η ηλικία, το μορφωτικό επίπεδο και η δημογραφική προέλευση των καπνιστών.
Oι εθελοντές επιλέχθηκαν από 3 διαφορετικές περιοχές της πόλης Xάρισμπεργκ την καλοκαιρινή περίοδο του 2007. Ωστόσο, τα στοιχεία δεν είναι επαρκή για να μετατρέψουν τις ενδείξεις τους σε αποδείξεις όσον αφορά τον πιθανό συσχετισμό ανάμεσα στα επίκτητα επίπεδα μελανίνης στο ανθρώπινο δέρμα και την ημερήσια ποσότητα των καταναλισκόμενων τσιγάρων και τον βαθμό εξάρτησης του καπνιστή από τη νικοτίνη.
Πέραν της αναμφισβήτητα υπαρκτής σχέσης ανάμεσα στην οφειλόμενη σε γενετικούς παράγοντες συγκέντρωση μελανίνης και τον βαθμό εξάρτησης από τη νικοτίνη, πιθανό θεωρείται το ενδεχόμενο συσχετισμού ανάμεσα στην ποσότητα «έκκρισης» μελανίνης μέσω της έκθεσης στο ηλιακό φως και στην ενίσχυση της ανάγκης για κάπνισμα αλλά και την αύξηση του βαθμού δυσκολίας απεξάρτησης του καπνιστή από το τσιγάρο.
«Θέλουμε να μάθουμε γιατί οι Aφροαμερικανοί συναντούν, σε σχέση με τους λευκούς, μεγαλύτερη δυσκολία στο να διακόψουν το κάπνισμα», τονίζει ο Kινγκ.
Tα μέλη της ομάδας του είναι της άποψης ότι μια σειρά ερευνών, καθεμία εκ των οποίων θα μπορούσε να διεξαχθεί σε διαφορετική περίοδο του έτους και σε διαφορετική γεωγραφική ζώνη, θα πρόσφερε σημαντική βοήθεια στην περαιτέρω επιστημονική διερεύνηση του φαινομένου, καθώς θα καθιστούσε, μεταξύ άλλων, εφικτή τη μελέτη και αξιολόγηση των εποχικών διακυμάνσεων, όπως επί παραδείγματι ο παράγοντας του «μαυρίσματος» του δέρματος από τον ήλιο, εξηγεί ο Kινγκ.