Κατά την διάρκεια του πρόσφατου συνεδρίου της Εταιρείας Μεταβολισμού των οστών (ΕΕΜΜΟ), στο τέλος μιας πραγματικά πολύ ενδιαφέρουσας επιστημονικής αντιπαράθεσης (debate), προέκυψε ένα θέμα πολύ πιο γενικό και πολύ πιο σοβαρό, που δεν αφορούσε μόνο το θέμα της αντιπαράθεσης, αλλά και τον τρόπο αντίδρασης των γιατρών στην καθημερινή κλινική πραγματικότητα.
Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Το θέμα της αντιπαράθεσης ήταν:
Πρέπει να χειρουργείται ο ασυμπτωματικός πρωτοπαθής υπερπαραθυρεοειδισμός ή να αντιμετωπίζεται συντηρητικά;
Ο πρώτος ομιλητής, ένας διακεκριμένος ενδοκρινολόγος, κάνοντας μια πολύ καλή ανασκόπηση της βιβλιογραφίας και χρησιμοποιώντας τις υπάρχουσες κατευθυντήριες οδηγίες, προσπάθησε να πείσει το ακροατήριο ότι ο ασυμπτωματικός πρωτοπαθής υπερπαραθυρεοειδισμός μπορεί να παραμείνει σταθερός για χρόνια και να μην προκαλέσει προβλήματα πλην ενός ποσοστού, περί το 25%, των ασθενών ηλικίας κάτω των 50 ετών.
Αυτοί οι ασθενείς επιδεινώνονται προϊόντος του χρόνου και η χρόνια υπερασβεστιουρία που παρουσιάζουν, μπορεί να τους προκαλέσει προοδευτικά, υπέρταση, καρδιαγγειακά προβλήματα, νευροψυχικές διαταραχές, νεφρολιθίαση και οστεοπόρωση.
Γι’ αυτούς τους λόγους, θα πρέπει όλοι οι ασθενείς να παρακολουθούνται στενά για αρκετά χρόνια μέχρι να διαπιστωθεί εάν ανήκουν ή όχι σε αυτό το προβληματικό 25% που θα χρειασθεί τελικά εγχείρηση.
Στην αντίπερα όχθη, ένας ειδικός χειρουργός ενδοκρινών αδένων υποστήριξε την άποψη ότι από την στιγμή που ένα υπερηχογράφημα ή το σπινθηρογράφημα, είναι θετικά για την ύπαρξη παθολογικού παραθυρεοειδικού αδένα, ο ασθενής θα πρέπει να χειρουργείται άμεσα, διότι αυτός είναι και ο μόνος τρόπος για να εξασφαλισουμε τον ασθενή από μελλοντικά προβλήματα.
Δεν γνωρίζω εάν η ικανότητα των ομιλητών ή/και τα evidence based στοιχεία που παρουσίασε ο χειρουργός, κατάφεραν να αλλάξουν την γνώμη των ακροατών, που στην αρχή υποστήριζαν την άποψη της μη χειρουργικής επέμβασης και στη συνέχεια άλλαξαν γνώμη και υποστήριξαν με θέρμη την άμεση χειρουργική επέμβαση, όπως έδειξαν οι σχετικές μετρήσεις, με το ειδικό ασύρματο τηλεκοντρόλ, της γνώμης του ακροατηρίου.
Κατά την άποψή μου όμως, η μεταβολή της γνώμης του ακροατηρίου, δεν οφείλετο στις απόψεις του χειρουργού ή στα στοιχεία που παρουσίασε, αλλά στα συμπεράσματα που κατέληξε ο πρώτος ομιλητής, αυτός που υποστήριξε την συντηρητική αντιμετώπιση.
Η πληροφορία που παρέθεσε, ότι δηλαδή ένας στους 4 ασθενείς θα αναπτύξει, σύμφωνα με την βιβλιογραφία, σοβαρό πρόβλημα στο μέλλον και ότι, για να το προλάβουμε, θα πρέπει να παρακολουθούμε συστηματικά όλους τους ασθενείς, ήταν κατά την γνώμη μου αυτό που άλλαξε την αρχική άποψη του ακροατηρίου.
Κάθε γιατρός, από την καθημερινή κλινική εμπειρία του, γνωρίζει καλά ότι ελάχιστοι ασθενείς ακολουθούν τις υποδείξεις των γιατρών τους και ότι είναι πολύ δύσκολο, έως αδύνατο, να αλλάξεις την μη συμμόρφωση των ασθενών, ιδιαίτερα όταν η πάθηση είναι ασυμπτωματική και διαρκεί για μακρύ χρονικό διάστημα.
Στην προκειμένη περίπτωση, ο γιατρός θα έλεγε στον ασθενή ότι χρειάζεται συστηματική παρακολούθηση και ο ασθενής, όπως κάνουν οι περισσότεροι, θα εξαφανιζόνταν μέχρι να αποκτήσει συμπτώματα.
Αυτή η επιπόλαια συμπεριφορά των ασθενών, που είναι γνωστή και βιβλιογραφικά πολλαπλά τεκμηριωμένη, γνωρίζουμε ότι θα οδηγούσε τελικά έναν στους τέσσερεις ασθενείς στο χειρουργείο, όχι πλέον ασυμπτωματικά και εν ψυχρώ, όπως ήταν κατά την στιγμή της διάγνωσης, αλλά με πολλαπλά και σοβαρά συμπτώματα που θα είχαν προκύψει στο μεταξύ, λόγω της μη συστηματικής παρακολούθησης τους.
Γνωρίζοντας το πρόβλημα, το ιατρικό ακροατήριο του συνεδρίου αντέδρασε συνειδητά και για να προστατεύσει το ένα τέταρτο των ασθενών, αποφάσισε να τους χειρουργήσει όλους.
Η υπερβολή, όπως έλεγε ένας άραβας φιλόσοφος, είναι μια αλήθεια που έχασε την ψυχραιμία της.
Δρ Αχιλ. Ε. Γεωργιάδης, Ρευματολόγος