Οι ΗΠΑ είναι έτοιμες να άρουν τη σχετική απαγόρευση και να επιτρέψουν τη μεταμόσχευση οργάνων από ασθενείς-δωρητές με τον ιό HIV, μία κίνηση που θα ανοίξει το δρόμο για μεταμοσχεύσεις οργάνων μεταξύ των μολυσμένων ατόμων.
Η σχετική νομοθεσία, που έλαβε την απαραίτητη κυβερνητική έγκριση, βάζει ένα τέλος στην 25ετή απαγόρευση μεταμόσχευσης μολυσμένων με AIDS οργάνων.
Οι ερευνητές επισημαίνουν πως τέτοιου είδος διαδικασίες θα μπορούσαν να εξυπηρετήσουν την υπερβολικά αυξημένη ζήτηση δωρητών οργάνων.
Σύμφωνα με επίσημα στοιχεία, πάνω από 120.000 άτομα στις ΗΠΑ περιμένουν στη μακροσκελή λίστα για να λάβουν καινούργια καρδιά, πνεύμονες, νεφρά και άλλα όργανα. Στη λίστα αυτή συμπεριλαμβάνονται και οροθετικά άτομα, τα οποία όμως ζουν περισσότερο χάρη στα αντιρετροϊικά φάρμακα και άλλες εξελιγμένες θεραπείες.
Σχεδόν το ένα τέταρτο των ασθενών με HIV στις ΗΠΑ έχουν επίσης ηπατίτιδα C, η οποία στην προχωρημένη μορφή της αντιμετωπίζεται μόνο με μεταμόσχευση ήπατος.
«Θα πρέπει να εξετάσουμε κάθε πιθανή πηγή δωρητών,» δηλώνει ο ειδικευμένος στις μεταμοσχεύσεις χειρούργος Peter Stock του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνια, στο Σαν Φρανσίσκο. Μία πρόσφατη μελέτη έδειξε πως οι δωρεά οργάνων από φορείς του ιού, που κατά τα άλλα είναι υγιείς, θα μπορούσε να αυξήσει τα διαθέσιμα μοσχεύματα κατά 500-600 το χρόνο.
Ωστόσο, αν και η Γερουσία ενέκρινε τη σχετική νομοθεσία, θα περάσει καιρός μέχρι να αρχίσουν να πραγματοποιούνται τέτοιου είδους μεταμοσχεύσεις, καθώς θα πρέπει να δημιουργηθεί το κατάλληλο ηθικό και κλινικό πλαίσιο ώστε να γίνουν οι απαραίτητες ιατρικές έρευνες πάνω στις μεταμοσχεύσεις από οροθετικό σε οροθετικό.
Δεν θα είναι η πρώτη φορά πάντως που θα πραγματοποιηθούν τέτοιου είδους μεταμοσχεύσεις. Η χειρούργος Elmi Muller, από το Πανεπιστήμιο του Κέιπ Τάουν στη Νότια Αφρική, υπήρξε πρωτοπόρος των μεταμοσχεύσεων από οροθετικό σε οροθετικό και έχει πραγματοποιήσει ήδη 26 επεμβάσεις από το 2008.
«Κάποιοι ασθενείς δεν είχαν καμία άλλη επιλογή, συνεπώς δεν είχαν να χάσουν τίποτα,» αναφέρει η ίδια η Muller.
Σχεδόν το 20% του πληθυσμού της Νότιας Αφρικής έχει μολυνθεί με τον ιό HIV, ενώ τα άτομα που χρειάζονται μεταμόσχευση νεφρών συνήθως δεν θεωρούνται καν κατάλληλα για αιμοκάθαρση, πόσο μάλλον για μεταμόσχευση.
Ωστόσο, παρά τα οφέλη που μπορεί να έχει αυτού του είδους η μεταμόσχευση για τους οροθετικούς ασθενείς, υπάρχει ανησυχία για τυχόν «υπερμόλυνση» του οροθετικού λήπτη με ένα δεύτερο σκέλος του ιού από τον οροθετικό δότη, ειδικά αν αυτό το στέλεχος είναι ανθεκτικό στα αντιρετροϊικά φάρμακα.
Εξάλλου, δεν είναι ξεκάθαρο ακόμα πώς μπορεί να αλληλεπιδράσουν τα αντιρετροϊκά φάρμακα για την τόνωση του ανοσοποιητικού με τα φάρμακα που λαμβάνουν όσοι ασθενείς έχουν υποβληθεί σε μεταμόσχευση ώστε ο οργανισμός τους να μην απορρίψει το μόσχευμα. Ενδεχομένως να χρειάζονται υψηλές -και πιθανότατα τοξικές- δόσεις ανοσοκατασταλτικών φαρμάκων για να αποφευχθεί η απόρριψη του μοσχευμένου οργάνου στους ασθενείς που λαμβάνουν αντιρετροϊικά φάρμακα.
Κάποιες έρευνες έδειξαν πως τα άτομα που είναι μολυσμένα με τον ιό HIV έχουν περισσότερες πιθανότητες να απορρίψουν τα νέα όργανα. Ωστόσο, τα τελευταία πέντε χρόνια, μόνο δύο από τις 26 μεταμοσχεύσεις που πραγματοποίησε η Muller απέτυχαν, κάτι που ενισχύει το επιχείρημά της ότι τα οφέλη της συγκεκριμένης διαδικασίας υπερτερούν των κινδύνων.
Σε κάθε περίπτωση πάντως, θα πρέπει να συνεχιστούν οι μελέτες ώστε να διασφαλιστεί η ασφάλεια και η αποτελεσματικότητα των μεταμοσχεύσεων από δωρητές με HIV. Για παράδειγμα, στη μελέτη που διεξήγαγε η Muller, παρόλο που οι λήπτες των οργάνων ήταν γενικά υγιείς, ορισμένα νεφρά από τους οροθετικούς δότες παρουσίασαν δομικές αλλαγές που ενδεχομένως να προκλήθηκαν από τον ιό HIV και οι επιστήμονες δεν γνωρίζουν ακόμα αν αυτές οι αλλαγές είναι επιβλαβείς.
Παρά, ωστόσο, αυτές τις επιφυλάξεις οι ερευνητές είναι αισιόδοξοι ότι η μελέτη των μεταμοσχεύσεων από οροθετικό σε οροθετικό θα δώσει πολύτιμες κλινικές γνώσεις σχετικά με τη λειτουργία του HIV και το ανθρώπινο ανοσοποιητικό σύστημα.
Scientific American