Kαρκινικοί δείκτες ονομάζονται οι πρωτεΐνες που παράγονται από τα καρκινικά κύτταρα ή από υγιή κύτταρα ως απάντηση στην παρουσία του όγκου και μπορούν να μετρηθούν ποσοτικά, παρέχοντας πληροφορίες σχετικά με την διάγνωση, πρόγνωση και παρακο-λούθηση της θεραπευτικής αγωγής της νόσου.
Οι καρκινικοί δείκτες αν επιλεγούν σωστά μπορούν να συνεισφέρουν ικανοποιητικά στην μελέτη της νόσου. Ορισμένες εφαρμογές των καρκινικών δεικτών είναι:
– Παρακολούθηση και αξιολόγηση της θεραπείας.
– Έλεγχος των μεταστάσεων πριν την εμφάνιση κλινικών συμπτωμάτων.
– Εκτίμηση της βιοχημικής φύσης του όγκου και κλινική σταδιοποίηση και ταξινόμησή του.
– Ικανότητα πρόγνωσης της νόσου.
– Ικανότητα διαφορικής διάγνωσης από καλοήθης όγκους ή άλλες ασθένειες ή ακόμα και επιβεβαίωση της διάγνωσης.
– Συνεπικουρούν στη διάγνωση του καρκίνου, και έτσι είναι ευκολότερη η αντιμετώπισή του.
Η Αμερικανική Αντικαρκινική Εταιρία έχει καταρτίσει έναν κατάλογο πρώιμων εκδηλώσεων, που θέτουν υποψίες για την ύπαρξη κακοήθειας:
· Αλλαγές στην συμπεριφορά του εντέρου ή της κύστης όπως, η μεταβολή στις κενώσεις ή δυσπεπτικά φαινόμενα που επιμένουν.
· Φλεγμονή του φάρυγγα που δεν υποχωρεί.
· Ασυνήθεις αιμορραγίες που δεν επουλώνονται ή παθολογικό έκκριμα.
· Ογκίδιο ή σκληρότητα οπουδήποτε στο δέρμα, όπως η σκλήρυνση ή διόγκωση στον μαστό ή σε άλλο σημείο του σώματος.
· Δυσπεπτικά ενοχλήματα ή δυσκολία κατάποσης.
· Εμφανής αλλαγή σε σπίλο ή κρεατοελιά, όπως οταν μεγαλωνει ξαφνικά και πολλαπλασιαζετα.
· Βήχας που συνεχίζεται για μεγάλο διάστημα ή βράχνιασμα της φωνής.
· Μεγάλη απώλεια βάρους σε μικρό διάστημα.
Βέβαια όλα αυτά τα σημεία δεν σημαίνουν πάντα την ύπαρξη καρκίνου. Ωστόσο είναι μερικές από τις εκδηλώσεις του, γι΄ αυτό και η εμφάνιση τους πρέπει να δημιουργήσει υποψίες.
Ο πρώτος καρκινικός δείκτης που έχει αναφερθεί από το 1847 ήταν η πρωτεΐνη Bence – Jones της οποίας η παρουσία είναι διαγνωστική του πολλαπλού μυελώματος. Από το 1928 έως το 1963 ανακαλύφθηκαν και χρησιμοποιήθηκαν η ορμόνη χοριακή γοναδοτροπίνη ( hCG ) και άλλες πρωτεΐνες. Μόνο μετά το 1963, με την ανακάλυψη του Καρκινοεμβρυϊκού αντιγόνου ( CEA ) και της α-φετοπρωτεΐνης ( AFP ), άρχισαν οι καρκινικοί δείκτες να χρησιμεύουν πραγματικά για τη διάγνωση, τη διαφορική διάγνωση, την πρόγνωση, την θεραπεία και την παρακολούθηση των υποτροπών και των μεταστάσεων των όγκων.
Η ιατρική επιστήμη έχει σήμερα στη διάθεσή της πάνω από 100 διαφορετικούς καρκινικούς δείκτες. Εδώ θα κάνουμε μία αναφορά στους συχνότερα απαντώμενους από αυτούς.
Καρκινοεμβρυϊκό αντιγόνο ( CEA ). Είναι αυξημένο σε αδενοκαρκίνωμα του παχέως εντέρου, αλλά και σε καρκινώματα του μαστού, του στομάχου, του παγκρέατος, του ήπατος και του πνεύμονος. Μικρότερες αυξήσεις παρατηρούνται σε καλοήθεις παθήσεις όπως φλεγμονώδεις παθήσεις του εντέρου, φυματίωση, κίρρωση ήπατος και σε καπνιστές.
Οι φυσιολογικές του τιμές είναι:
έως 3,4 ng / ml για μη καπνιστές
έως 4,3 ng / ml για καπνιστές
Ειδικό προστατικό αντιγόνο ( PSA ). Είναι από τους σημαντικότερους καρκινικούς δείκτες, γιατί χρησιμοποιείται εύκολα για τον προληπτικό έλεγχο υγιών ανδρών. Παράγεται από τον προστατικό αδένα κυρίως και είναι αυξημένο στον καρκίνο του προστάτη. Μικρότερη αύξησή του όμως βλέπουμε και στην καλοήθη υπερπλασία του προστάτη που εμφανίζεται σε πολλούς άνδρες με την αύξηση της ηλικίας, καθώς επίσης και σε μικροβιακές φλεγμονές του προστάτη (προστατίτιδες).
Οι φυσιολογικές του τιμές είναι: έως 4 ng / ml για τους άνδρες
Ελεύθερο προστατικό αντιγόνο ( free PSA ). Πρόκειται για κλάσμα του ολικού PSA , το οποίο και αυτό χρησιμοποιείται για τη διάγνωση του καρκίνου του προστάτη. Όσο μεγαλύτερο είναι το ποσοστό του free PSA σε σχέση με το PSA , τόσο ελαττώνονται οι πιθανότητες κακοήθειας του προστάτη.
Τα όρια του κλάσματος freePSA / PSA για τους άνδρες είναι:
μικρότερο από 0,10: ύποπτο για κακοήθεια
0,10 έως 0,25: αμφίβολο
μεγαλύτερο από 0,25: φυσιολογικό
α-φετοπρωτεΐνη ( AFP ). Είναι κυρίως δείκτης του ηπατοκυτταρικού καρκινώματος, αλλά επίσης και του εμβρυϊκού καρκινώματος του όρχεως, του τερατώματος του όρχεως και των όγκων του λεκιθικού ασκού. Ελαφρά αυξημένες τιμές βρίσκουμε και στην ηπατίτιδα και την κίρρωση του ήπατος. Χαρακτηριστικό είναι ότι αυξάνει και κατά την εγκυμοσύνη από την 12-14η εβδομάδα φθάνοντας το μέγιστο την 32η εβδομάδα της κύησης.
Οι φυσιολογικές του τιμές είναι :
έως 7 ng / ml για άνδρες και γυναίκες (εκτός των εγκύων)
β-χοριακή γοναδοτροπίνη. Είναι η χαρακτηριστική ορμόνη της κύησης που μας βοηθά να καθορίσουμε αν ένα test -κυήσεως είναι ΘΕΤΙΚΟ ή ΑΡΝΗΤΙΚΟ. Φυσιολογικά σε εγκυμοσύνη αρχίζει να αυξάνει από τη στιγμή που το γονιμοποιημένο ωάριο εμφυτεύεται στην μήτρα. Αύξησή της παρατηρείται σε τροφοβλαστικούς όγκους, σε καρκίνο του μαστού και σε κακοήθεις όγκους των όρχεων.
Οι φυσιολογικές του τιμές είναι:
για τους άνδρες έως 3 mIU/ml
για τις γυναίκες έως 6 mIU/ml
Καρκινικό αντιγόνο CA 19-9. Αυξάνει σε κακοήθη νεοπλάσματα του παγκρέατος και λιγότερο του στομάχου, του παχέως εντέρου και των χοληφόρων. Μικρή αύξηση μπορεί να παρατηρηθεί και σε ηπατίτιδα, παγκρεατίτιδα, χολοκυστίτιδα και κυστική ίνωση.
Οι φυσιολογικές του τιμές είναι: έως 39 IU/ml
Καρκινικό αντιγόνο CA 15-3.Είναι ο σημαντικότερος δείκτης για τον καρκίνο του μαστού. Χρησιμοποιείται τόσο για την επιβεβαίωση της διάγνωσης του καρκίνου προεγχειρητικά, όσο και για την παρακολούθηση του ασθενούς μετεγχειρητικά ως δείκτης εμφάνισης μεταστάσεων. Αύξησή του μπορεί να παρατηρηθεί και σε κακοήθη νεοπλάσματα των βρόγχων, του παγκρέατος, του παχέως εντέρου και των ωοθηκών. Επίσης μικρή αύξηση μπορεί να παρατηρηθεί και σε καλοήθεις παθήσεις, όπως ηπατίτιδα ή παθήσεις των πνευμόνων, των ωοθηκών ή του μαστού.
Οι φυσιολογικές του τιμές είναι: έως 25 IU/ml για γυναίκες
Καρκινικό αντιγόνο CA 125. Κυρίως αυξάνει σε περιπτώσεις καρκίνου των ωοθηκών. Επίσης βρίσκεται μερικές φορές αυξημένο σε καρκίνο του παγκρέατος, του μαστού, του ενδομητρίου, του πνεύμονα και σε καλοήθεις παθήσεις όπως ενδομητρίωση, κίρρωση, παγκρεατίτιδα, αλλά και στο πρώτο τρίμηνο της εγκυμοσύνης.
Οι φυσιολογικές του τιμές είναι: έως 35 IU/ml
Καρκινικό αντιγόνο CA 50. Αυξάνει σε καρκίνο του παχέως εντέρου, του στομάχου, του παγκρέατος, των πνευμόνων, της μήτρας, του προστάτη και του μαστού. Επίσης παρουσιάζει μικρή αύξηση σε καλοήθεις παθήσεις όπως παγκρεατίτιδα, ηπατίτιδα και χολοκυστίτιδα
Οι φυσιολογικές του τιμές είναι: έως 30 IU/ml