Ένα μεγάλο επίτευγμα το οποίο μπορεί να οδηγήσει σε καλύτερη αντιμετώπιση των αγχωδών διαταραχών ανακοίνωσαν ειδικοί του Ινστιτούτου Τεχνολογίας της Καλιφόρνιας (Caltech). Η ερευνητική ομάδα ανακάλυψε την περιοχή του εγκεφάλου που ελέγχει το άγχος – και είδε μάλιστα ότι δεν ήταν εκεί που πιστεύαμε.
Σύμφωνα με τους ερευνητές, η περιοχή αυτή θα μπορεί να στοχευθεί πλέον με φάρμακα, γεγονός που αναμένεται να οδηγήσει σε πιο αποτελεσματικές θεραπείες μέσα σε μια δεκαετία.
Προηγούμενες μελέτες είχαν δείξει ότι το «κέντρο του άγχους» στον εγκέφαλο είναι η αμυγδαλή, μια περιοχή που είναι γνωστό ότι παίζει ρόλο στον φόβο. Ω
στόσο οι επιστήμονες με επικεφαλής βιολόγους του Caltech είχαν την αίσθηση ότι μια διαφορετική περιοχή του εγκεφάλου που ονομάζεται πλάγιο διάφραγμα (Lateral Septum) πιθανότατα εμπλέκεται στον τρόπο με τον οποίον ο εγκέφαλος επεξεργάζεται το άγχος.
Το «ένστικτο» της ομάδα, σύμφωνα με το Βήμα, αποδείχθηκε σωστό – με χρήση μοντέλων ποντικών εντοπίστηκε ένα νευρικό δίκτυο το οποίο συνδέει το πλάγιο διάφραγμα με άλλες δομές του εγκεφάλου. «Η μελέτη μας έδειξε ένα νέο νευρικό δίκτυο το οποίο έχει αιτιώδη ρόλο στην εμφάνιση καταστάσεων άγχους» ανέφερε ο επικεφαλής της μελέτης David Anderson από το Caltech και προσέθεσε: «Ενας από τους λόγους που δεν έχουμε στα χέρια μας πιο στοχευμένα και αποτελεσματικά φάρμακα για το άγχος είναι επειδή δεν γνωρίζουμε πώς ακριβώς ο εγκέφαλος επεξεργάζεται τέτοιες καταστάσεις. Η μελέτη μας ανοίγει νέους δρόμους στη μελέτη των δικτύων του εγκεφάλου που ελέγχουν το άγχος».
Σε αυτή τη σχηματική απεικόνιση φαίνεται το νευρικό δίκτυο το οποίο, σύμφωνα με ειδικούς από το Caltech, παίζει ρόλο στην εμφάνιση άγχους. Το πλάγιο διάφραγμα (LS) είναι σημειωμένο μέσα στον κόκκινο κύκλο και ελέγχει την όλη διαδικασία
Με βάση την οπτογενετική
Όπως φάνηκε, μόλις ενεργοποιήθηκαν οι νευρώνες αυτοί, τα πειραματόζωα έγιναν πιο αγχώδη. Μάλιστα οι ερευνητές είδαν ότι ακόμη και μια σύντομη, παροδική ενεργοποίηση των συγκεκριμένων νευρώνων μπορούσε να οδηγήσει σε εμφάνιση αγχώδους κατάστασης η οποία διαρκούσε επί τουλάχιστον μισή ώρα. Το γεγονός αυτό μαρτυρούσε ότι ακόμη και όταν οι νευρώνες σταματούσαν να είναι ενεργοποιημένοι η κατάσταση άγχους συνεχιζόταν.