Μία στις 14 γυναίκες παγκοσμίως (περίπου 7%) υφίσταται σεξουαλική βία από κάποιον άλλον άνδρα, πέραν του συζύγου ή του συντρόφου της, σύμφωνα με διεθνή έρευνα, που δημοσιεύθηκε στο επιστημονικό έντυπο The Lancet.
Η σεξουαλική βία, που δεν προέρχεται από συζύγους και συντρόφους, περιλαμβάνει επιθέσεις από συγγενείς, ξένους, γνωστούς, φίλους, συναδέλφους, δασκάλους, γείτονες κ.α.
Οι ερευνητές, με επικεφαλής την καθηγήτρια Νάιμαχ Αμπραχαμς του Νοτιοαφρικανικού Συμβουλίου Ιατρικών Ερευνών, διαπίστωσε ότι τα περιστατικά σεξουαλικής βίας ποικίλουν πολύ από περιοχή σε περιοχή και τα περισσότερα συμβαίνουν στην Αφρική, όμως και στην Ευρώπη κάθε άλλο παρά σπάνιο είναι το φαινόμενο.
Οι επιστήμονες μελέτησαν στοιχεία από 12 χώρες αξιολογώντας όλες τις δημοσιευμένες μελέτες για τη σεξουαλική βία τα τελευταία 13 χρόνια.
Τα περισσότερα κρούσματα σεξουαλικής βίας συναντάται στην κεντρική υποσαχάρια Αφρική, με «πρωταθλήτρια» τη Δημοκρατία του Κονγκό (21%) και ακολουθούν η Ναμίμπια, η Ζιμπάμπουε και η Ν. Αφρική (από 17,4%), ενώ υψηλά είναι τα ποσοστά (16,4%) στην Αυστραλία και τη Νέα Ζηλανδία. Οι λιγότερες επιθέσεις καταγράφονται στην Ινδία και το Μπαγκλαντές (3,3%), καθώς και στη Β. Αφρική και την Τουρκία (4,5%).
Στην Ευρώπη, περισσότερα περιστατικά σεξουαλικών επιθέσεων καταγράφονται επισήμως στη Δυτική Ευρώπη, με μεγαλύτερα ποσοστά (11,5%) στην Ελβετία, την Ισπανία, τη Σουηδία, τη Βρετανία, τη Δανία, τη Φιλανδία και τη Γερμανία. Μικρότερα εμφανίζονται τα ποσοστά στην Κεντρική Ευρώπη (10,7% σε Τσεχία, Πολωνία, Σερβία) και ακόμα λιγότερα στην Ανατολική (6,9% σε Λιθουανία και Ουκρανία).
Οι ερευνητές επισημαίνουν όμως ότι, τα παραπάνω ποσοστά πιθανώς υποεκτιμούν το πραγματικό μέγεθος του προβλήματος, ιδίως σε ορισμένες χώρες, λόγω του στίγματος που συνήθως συνοδεύει την σεξουαλική βία και της έλλειψης αξιόπιστων κρατικών στοιχείων.
«Διαπιστώσαμε ότι η σεξουαλική βία αποτελεί κοινή εμπειρία των γυναικών παγκοσμίως και σε μερικές περιοχές είναι ενδημική, ξεπερνώντας το 15%. Παρόλα αυτά, οι εμφανιζόμενες διαφορές από περιοχή σε περιοχή πρέπει να αντιμετωπιστούν με επιφυλακτικότητα λόγω της συχνής ανεπάρκειας διαθέσιμων στοιχείων και της έλλειψης διάθεσης για αποκάλυψη των επιθέσεων» εξηγεί η Δρ Αμπραχαμς.