Η ανάγκη της αλλαγής γίνεται επιτακτική όταν μια σχέση μετατρέπεται σε πηγή αρνητικής ενέργειας και αγανάκτησης, κι όταν οι προσπάθειές μας να βελτιώσουμε την κατάσταση δε φέρνουν κανένα απολύτως αποτέλεσμα. Αυτές ακριβώς οι αδιέξοδες σχέσεις, που συνήθως είναι ή “υπερβολικά έντονες” ή “υπερβολικά απόμακρες” ή και τα δυο, αποκλείουν την ανάπτυξη αληθινού δεσμού.
Η υπερβολική ένταση σε μια σχέση σημαίνει πως το ένα μέλος έχει εστιάσει σε βαθμό υπερβολής το ενδιαφέρον του στο άλλο, κατηγορώντας το, ανησυχώντας για λογαριασμό του ή προσπαθώντας να το κάνει ν’ αλλάξει. Ή, πως και τα δυο μέλη εστιάζουν το ενδιαφέρον τους ο ένας στον άλλον, αποφεύγοντας να αντιμετωπίσουν καταπρόσωπο τον εαυτό τους. Τα σημαντικά ζητήματα αποσιωπούνται αντί ν’ αντιμετωπίζονται και να συζητιούνται ανοιχτά.
Η υπερβολική απόσταση σε μια σχέση σημαίνει πως υπάρχει ελάχιστη συντροφικότητα και πως κανένας από τους δυο δεν είναι πρόθυμος να μοιραστεί κάποια κομμάτια του εαυτού με τον άλλον. Πολλές απόμακρες σχέσεις είναι επίσης έντονες, μια και συχνά αντιμετωπίζουμε την ένταση με τη συναισθηματική απομάκρυνση. Αν έχετε να δείτε τον πρώην σύζυγο σας πέντε χρόνια, και σας είναι αδύνατο να μιλήσετε μαζί του για τα παιδιά χωρίς να νιώσετε το στομάχι σας να σφίγγεται, τότε έχετε μαζί του μια πολύ έντονη σχέση.
Από τη στιγμή που μια σχέση φτάνει σε αδιέξοδο, η θέληση για αλλαγή δεν αρκεί. Αν όχι τίποτ’ άλλο, μπορεί τα συναισθήματά μας να είναι τόσο
έντονα, που να μη μας αφήνουν να δούμε το πρόβλημα καθαρά και να το σκεφτούμε αντικειμενικά. Όταν η ένταση βρίσκεται σε υψηλά επίπεδα, αντιδρούμε (αντί να παρατηρούμε και να σκεφτόμαστε), εστιάζουμε υπερβολικά την προσοχή μας στον άλλον (αντί στον εαυτό μας) και βρισκόμαστε τελικά σε μια πολωμένη θέση απ’ όπου δε βλέπουμε παρά τη μια πλευρά του ζητήματος (τη δική μας).
Μέσα σε μια τέτοια κατάσταση, είναι φυσικό να θεωρούμε πως δεν υπάρχουν εναλλακτικές λύσεις στο πρόβλημα. Μπορεί να χειριζόμαστε τις σχέσεις μας με τρόπους που ελαττώνουν βραχυπρόθεσμα το άγχος μας, αλλά που ελαχιστοποιούν μακροπρόθεσμα τις πιθανότητές μας για πραγματικό δεσμό.
Επιπλέον, μπορεί να θέλουμε πραγματικά την αλλαγή, αλλά να μην ξέρουμε ποιες είναι οι πραγματικές πηγές του άγχους που υποδαυλίζουν το πρόβλημα στη σχέση και αποκλείουν την οικειότητα. Μπορεί να διασταυρώνουμε πυρά σε μία σχέση, αλλά να μη δίνουμε, ή να μη θέλουμε να δώσουμε σημασία στην πηγή του προβλήματος. Κι έτσι γινόμαστε σαν αυτόν που είχε μεθύσει κι έχασε τα κλειδιά του στο δρόμο, αλλά τα έψαχνε κάτω από τη λάμπα γιατί εκεί το φως ήταν πιο δυνατό.
Όταν περνάμε μια ιδιαίτερα επώδυνη περίοδο σε μια σχέση, αυτό είναι που θέλουμε να συζητήσουμε και ν’ αλλάξουμε. Η ανάγκη μας να εστιάσουμε “εκεί που πονάει” είναι απόλυτα φυσιολογική και, μερικές φορές, δεν υπάρχει λόγος να προχωρήσουμε παραπέρα. Ωστόσο, αρκετά συχνά, ένα πρόβλημα σε μια σχέση υποδαυλίζεται από ανεπίλυτα ζητήματα – του παρελθόντος και του παρόντος και μετατοπίζεται σε άλλα, φαινομενικά άσχετα, πεδία. Μερικές φορές, είναι αδύνατο ν’ αποκτήσετε οικειότητα με το σύζυγο ή τον εραστή σας αν δεν λύσετε πρώτα κάποιο πρόβλημα με τον πατέρα σας, αν δεν υιοθετήσετε μια καινούργια στάση με τη μητέρα σας, αν δεν αλλάξετε το ρόλο σας σ’ ένα παλιό οικογενειακό πρότυπο συμπεριφοράς ή αν δεν μάθετε λεπτομέρειες για το θάνατο του θείου Τσάρλυ.
Η λύση οποιουδήποτε προβλήματος στις σχέσεις μας είναι άμεσα συνδεδεμένη με την ικανότητα μας να συμμετάσχουμε με ένα πιο ολοκληρωμένο “εγώ” στις σχέσεις αυτές. Χωρίς ολοκληρωμένο, ξεκάθαρο και ανεξάρτητο “εγώ”, οι σχέσεις γίνονται πραγματικά υπερβολικά έντονες, υπερβολικά απόμακρες ή εναλλάσσονται περνώντας από τη μια κατάσταση στην άλλη. Θέλουμε μια γνήσια σχέση, αλλά οι προσπάθειες μας για αλλαγή αποδεικνύονται αναποτελεσματικές όταν τη μια μέρα θυμώνουμε, παραπονιόμαστε και περνάμε στην επίθεση, και την άλλη απομακρυνόμαστε συναισθηματικά για να κλειστούμε γεμάτοι/ες ψυχρότητα στον εαυτό μας. Χωρίς ένα ξεκάθαρο “εγώ”, αντιδρούμε υπερβολικά σ’ αυτά που μας κάνει ο άλλος ή που δεν κάνει για μας, καταλήγοντας να νιώθουμε απελπισμένες/οι και ανίκανες/οι να ορίσουμε μια νέα θέση στη σχέση.
Η κοινωνία μας δίνει μεγάλη έμφαση στην ανάπτυξη του “εγώ”. Έννοιες όπως η “αυτονομία”, η “ανεξαρτησία”, η “ατομικότητα”, η “αυθεντικότητα” και η “αυτάρκεια” θεωρούνται από την πλειοψηφία ως ιδιαίτερα επιθυμητοί στόχοι. Ωστόσο, υπάρχει μεγάλη παρανόηση ως προς το τι ακριβώς σημαίνουν αυτές οι λέξεις, ποιός δίνει τον ορισμό τους και πως ο καθένας μας μπορεί να εκτιμήσει και να βελτιώσει τη θέση του στην ¨κλίμακα της ατομικότητας”. Η ικανότητα για γνήσιο δεσμό εξαρτάται πολύ απ΄αυτό το περίφημο εγώ.
Συγγραφέας -Harriet Goldhor Lerner