Μια μεγάλη διεθνής ερευνητική ομάδα, στην οποία συμμετείχε ένας Έλληνας επιστήμονας, ανακάλυψε δύο νέα γονίδια που αυξάνουν τον κίνδυνο για εμφάνιση διπολικής διαταραχής (πρώην μανιοκατάθλιψης) σε έναν άνθρωπο.
Είναι η μεγαλύτερη γενετική μελέτη που έχει γίνει μέχερι σήμερα πάνω στη συγκεκριμένη ασθένεια.
Τα νέα γονίδια έρχονται να προστεθούν σε άλλες γενετικές περιοχές κινδύνου που ήταν ήδη γνωστές από προηγούμενες έρευνες, ρίχνοντας έτσι περισσότερο φως στο γενετικό υπόβαθρο μιας από τις τρεις κυριότερες ψυχικές νόσους, μετά τη σχιζοφρένεια και την κατάθλιψη.
Οι ερευνητές, με επικεφαλής τον καθηγητή Μάρκους Νέδεν, διευθυντή του Ινστιτούτου Ανθρώπινης Γενετικής του Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου της Βόννης, ανέλυσαν στοιχεία που αφορούσαν 2.266 ασθενείς με διπολική διαταραχή και άλλους 5.028 υγιείς ανθρώπους. Επίσης, μελέτησαν ξανά παλαιότερα γενετικά δεδομένα, οπότε η συγκριτική γενετική ανάλυση κάλυψε συνολικά 9.747 ασθενείς και 14.278 υγιείς ανθρώπους.
Η αναζήτηση γονιδίων που εμπλέκονται στη διπολική διαταραχή είναι, σύμφωνα με τους ερευνητές, «σαν να ψάχνει κανείς για ψύλλους στα άχυρα». Όπως δήλωσε ο καθηγητής Σβεν Κίχον του Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου της Βασιλείας στην Ελβετία, «οι συνεισφορές των επιμέρους γονιδίων (στη νόσο) είναι τόσο μικρές, που συνήθως δεν μπορούν να εντοπισθούν μέσα στο γενετικό ‘θόρυβο’ των γενετικών διαφορών».
Μόνο όταν συγκρίνεται -όπως στη νέα μελέτη- το DNA ενός πολύ μεγάλου αριθμού ασθενών με το DNA υγιών, είναι δυνατό να πέσει περισσότερο φως στο γενετικό υπόβαθρο της συγκεκριμένης ασθένειας.
Η διπολική διαταραχή χαρακτηρίζεται από ακραίες αλλαγές της ψυχικής διάθεσης, από την κατάσταση της μανιακής υπερδιέγερσης έως εκείνη της κατάθλιψης και της αυτοκτονικής τάσης (οι δύο «πόλοι»). Εκτιμάται ότι περίπου το 1% του παγκόσμιου πληθυσμού, στην πορεία της ζωής του, μπορεί να εκδηλώσει τη νόσο.
Οι αιτίες της νόσου δεν είναι πλήρως κατανοητές, αν και θεωρείται ότι, πέρα από ψυχοκοινωνικούς και περιβαλλοντικούς παράγοντες, παίζουν μεγάλο ρόλο και οι γενετικοί. Όμως, σύμφωνα με τον Νέδεν «δεν υπάρχει μόνο ένα γονίδιο που να έχει καθοριστική σημασία στην ανάπτυξη της διπολικής διαταραχής. Πολλά διαφορετικά γονίδια εμπλέκονται, σε συνδυασμό με περιβαλλοντικούς παράγοντες, με ένα περίπλοκο τρόπο».