Ενθαρρυντικά φαίνεται να είναι τα πρώτα αποτελέσματα από την φαρμακευτική χρήση της παραισθησιογόνου ουσίας LSD σε πάσχοντες από σοβαρής μορφής κατάθλιψη.
Σύμφωνα με στοιχεία που ανακοινώθηκαν στο Journal of Nervous and Mental Diseases,τo διαιθυλαμίδιο του λυσεργικού οξέος (Lysergic acid diethylamide), γνωστό περισσότερο με το ακρωνύμιο LSD, ή LSD-25, ή λυσεργίδη, είναι συνθετική, δραστική, παραισθησιογόνος ουσία που παράγεται από το λυσεργικό οξύ, το οποίο με τη σειρά του εξάγεται από το μύκητα ερυσίβη (Claviceps purpurea) που αναπτύσσεται συνήθως στη σίκαλη.
Παρασκευάζεται χημικά και η βασική χημική δομή του είναι παρόμοια με αυτή των αλκαλοειδών της ερυσίβης, ενώ εμφανίζει επίσης ομοιότητες με άλλες ουσίες, όπως η ψιλοκυβίνη, με δυνατότητα δέσμευσης της δράσης της σεροτονίνης.
Όπως όλες οι παραισθησιογόνες ουσίες, το LSD προκαλεί αποκλίσεις από τη συνήθη συμπεριφορά του χρήστη, αλλοιώνοντας την αντίληψη της πραγματικότητας, προκαλώντας οπτικές και ακουστικές αντιληπτικές διαταραχές.
Η μικρή πιλοτική δοκιμή της ναρκωτικής ουσίας γεφυρώνει το επιστημονικό χάσμα ανάμεσα στους ειδικούς που πιστεύουν ότι οι εξαρτησιογόνες ουσίες έχουν θέση στην ιατρική αντιμετώπιση ψυχιατρικών παθήσεων και εκείνων που υποστηρίζουν το ακριβώς αντίθετο.
Η μελέτη έγινε από τον ελβετό ψυχίατρο Πέτερ Γκάσερ σε ομάδα 12 ανδρών και γυναικών σε ιδιωτική κλινική κοντά στη Βέρνη. Η χορήγηση του LSD έγινε στο πλαίσιο συνεδριών ψυχοθεραπείας για την αντιμετώπιση της σοβαρής κατάθλιψης σε καρκινοπαθείς και άλλους ασθενείς τελικού σταδίου.
Οι εθελοντές που πήραν μεγάλες δόσεις LSD (200 μικρογραμμάρια), εμφάνισαν κατά 20% μείωση των συμπτωμάτων κατάθλιψης, χωρίς να παρουσιάσουν κάποιες σοβαρές παρενέργειες. Όσοι πήραν μικρές δόσεις (20 μικρογραμμάρια), εμφάνισαν επιδείνωση των συμπτωμάτων άγχους. Όταν όμως, στη συνέχεια, και αυτοί πήραν την υψηλότερη δόση, εμφάνισαν επίσης βελτίωση.
«Τα ευρήματα δείχνουν ότι όταν το LSD χορηγείται με ασφάλεια και υπό αυστηρή ιατρική επιτήρηση, τότε μπορεί να μειώσει το άγχος, συνεπώς απαιτούνται μεγαλύτερες ελεγχόμενες μελέτες πάνω στο θέμα», εξηγεί ο Δρ Γκάσερ.