Πριν από λίγες ημέρες η Pfizer ανακοίνωσε τα αποτελέσματα της κλινικής μελέτης που παρακολουθεί την πορεία των αντισωμάτων και της ανοσίας από το εμβόλιό της στους εφήβους 12-15 ετών.
Σύμφωνα με την παραπάνω μελέτη, η αποτελεσματικότητα του εμβολίου μετά τη χορήγηση και των δύο δόσεων παραμένει 100% ακόμα και 4 μήνες μετά τη χορήγηση της 2ης δόσης.
«Καθώς η διεθνής κοινότητα προσπαθεί να αυξήσει το συνολικό αριθμό των εμβολιασμένων ατόμων παγκοσμίως, τα δεδομένα μας επιβεβαιώνουν ότι το εμβόλιο της εταιρίας παραμένει ασφαλές και αποτελεσματικό και για τους εφήβους», ανέφερε ο Albert Bourla, CEO της Pfizer, σε μία δήλωσή του.
Οι επιστήμονες της κλινικής μελέτης δεν παρατήρησαν κάποια σοβαρή ανεπιθύμητη ενέργεια στο διάστημα των 6 μηνών που εξέτασαν.
Οι ανεπιθύμητες ενέργειες που εμφανίστηκαν ήταν παρόμοιες με αυτές που παρουσιάζονται στους ενήλικες.
“Τα αποτελέσματα της μελέτης ήταν πανομοιότυπα με αυτά άλλων ερευνών που έχουν εξετάσει την ασφάλεια του συγκεκριμένου εμβολίου”, όπως εξήγησαν.
Η Pfizer αναμένεται σύντομα να ζητήσει πλήρη έγκριση για το εμβόλιό της στις ηλικίες 12-15 ετών τόσο στις ΗΠΑ όσο και στον υπόλοιπο κόσμο.
Η δόση που χορηγείται σε αυτές τις ηλικίες είναι ίδια με αυτή των ενηλίκων (30 μικρογραμμάρια).
Το εμβόλιο της Pfizer έλαβε επείγουσα έγκριση για τις ηλικίες 12-15 το Μάιο, ενώ τον Αύγουστο δόθηκε πλήρης έγκριση για το εμβόλιο στις ηλικίες άνω των 16 ετών.
Στην κλινική μελέτη, η οποία διεξήχθη από το Νοέμβριο του 2020 μέχρι το Σεπτέμβριο του 2021, συμμετείχαν συνολικά 2.228 έφηβοι.
Συνολικά καταγράφηκαν 30 περιστατικά COVID-19 στην ομάδα ελέγχου (είχε κάνει placebo) και κανένα περιστατικό στην ομάδα που είχε κάνει το εμβόλιο.
Η αποτελεσματικότητα του εμβολίου δεν διαφοροποιήθηκε ανάλογα με την ηλικία, το φύλο, τη φυλή, την εθνικότητα ή τα χρόνια νοσήματα των εθελοντών.
«Τα αποτελέσματα αυτά είναι ιδιαίτερα θετικά, καθώς τις τελευταίες εβδομάδες παρατηρούμε αύξηση στα περιστατικά της COVID-19 σε αυτές τις ηλικιακές ομάδες.
Εντός των επόμενων ημερών θα κοινοποιήσουμε τα δεδομένα των κλινικών δοκιμών στο FDA, καθώς και σε άλλους ελεγκτικούς φορείς», καταλήγει ο Bourla.
Πηγή: Αντώνιος Δημητρακόπουλος – Ερρίκος Ντυνάν Hospital Center