Η νοητική υστέρηση αποτελεί μία παθολογική κατάσταση, η οποία εμφανίζεται κατά την περίοδο ανάπτυξης του ατόμου (από τη σύλληψη ως το 16 έτος της ηλικίας), χαρακτηρίζεται από νοητική ικανότητα κάτω από το μέσο όρο και συνοδεύεται από μειωμένη ικανότητα προσαρμογής στις αντιληπτικές, μαθησιακές και κοινωνικές απαιτήσεις του περιβάλλοντος.
Τα αίτια της νοητικής υστέρησης ταξινομούνται σε δύο μεγάλες κατηγορίες:
α) τα γενετικά αίτια που περιλαμβάνουν :
• χρωμοσωμικές ανωμαλίες ( σύνδρομο Down, σύνδρομο Turner, σύνδρομο Klinefelter)
• διαταραχές του μεταβολισμού (φαινυλοπυροσταφιλική ιδιωτεία, αμαυρωτική ιδιωτεία, γαλακτοξαιμία, υδροκεφαλία, κρετινισμός)
• κληρονομικά αίτια (βεβαρημένο κληρονομικό ιστορικό των γονέων)
β) τα περιβαλλοντικά αίτια που περιλαμβάνουν:
• κατά την περίοδο της κύησης (μολυσματικές και χρόνιες ασθένειες της εγκύου, ακτινοβολίες, λήψη φαρμάκων, κακή διατροφή, προχωρημένη ηλικία, ασυμβατότητα Rhesus μεταξύ της μητέρας και του εμβρύου, διαβήτης στη μητέρα, συναισθηματικές διαταραχές, τραυματισμοί)
• κατά τον τοκετό (πρόωρος τοκετός, επέμβαση με μηχανικά μέσα, παρατεταμένη καθυστέρηση της πρώτης αναπνοής του μωρού)
• κατά την παιδική ηλικία (παιδικές ασθένειες, εγκεφαλικά τραύματα, ατυχήματα, κακή διατροφή, δηλητηριάσεις, ακατάλληλο οικογενειακό και κοινωνικό περιβάλλον, ιδρυματοποίηση )
Υπάρχουν διάφορες κατηγορίες ταξινόμησης των υστερούντων νοητικά ατόμων είτε ως προς τον δείκτη νοημοσύνης είτε ως προς τα χαρακτηριστικά της συμπεριφοράς τους. Όμως για εκπαιδευτικούς κυρίως λόγους και τον προγραμματισμό της αγωγής και της κοινωνικής αποκατάστασης των ατόμων αυτών έχει διαμορφωθεί μία ταξινόμηση με τρεις κατηγορίες ατόμων ως εξής :
• τα εκπαιδεύσιμα άτομα που αποτελούν την ανώτερη βαθμίδα των νοητικά υστερούντων και μπορούν να αποκτήσουν βασικές σχολικές γνώσεις και δεξιότητες αλλά και κοινωνικές και επαγγελματικές ικανότητες ώστε να ενταχθούν στο ευρύτερο κοινωνικό σύνολο
• τα ασκήσιμα άτομα που έχουν την ικανότητα να μάθουν μόνο κάποιες απλές λέξεις και αριθμητικές έννοιες αλλά μπορούν να ασκηθούν σε δεξιότητες αυτοεξυπηρέτησης όπως η καθαριότητα, η ένδυση, η λήψη φαγητού και η εκτέλεση απλών εργασιών, χρειάζονται όμως συνεχή φροντίδα και οικονομική υποστήριξη
• οι ιδιώτες που αποτελούν την κατώτερη βαθμίδα νοητικά υστερούντων και χρειάζονται απαραιτήτως συνεχή ιατρική και φαρμακευτική θεραπεία και μέριμνα
Το ποσοστό των ατόμων με νοητική ανεπάρκεια είναι περίπου 1-3% του γενικού πληθυσμού. Υπολογίζεται ότι σε μία μέση κοινωνία ανά 1.000 παιδιά σχολικής ηλικίας θα υπάρχουν 25 εκπαιδεύσιμα, 4 ασκήσιμα και 1 ιδιώτης. Το ποσοστό των ασκήσιμων και των ιδιωτών είναι ίδιο σε όλες τις κοινωνικές τάξεις και αυτό δείχνει ότι στις περιπτώσεις βαριάς νοητικής υστέρησης τα αίτια είναι κυρίως οργανικά και ανεξάρτητα από την επίδραση του περιβάλλοντος. Αντίθετα, το ποσοστό των εκπαιδεύσιμων ατόμων είναι πενταπλάσιο στα κατώτερα κοινωνικά στρώματα και αυτό συμβαίνει γιατί η ελαφρά νοητική υστέρηση οφείλεται στη γενικότερη έλλειψη φροντίδας της εγκύου και του μωρού καθώς και στην έλλειψη ερεθισμάτων για την ανάπτυξη των γνωστικών λειτουργιών του παιδιού (περιβαλλοντικοί παράγοντες).
Η αντιμετώπιση του προβλήματος της νοητικής υστέρησης είναι πολύπλευρη αλλά κυρίως πρέπει να στηρίζεται στην ειδική αγωγή των ατόμων αυτών που έχουν ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες τόσο σε πρακτικές σχολικές γνώσεις και δεξιότητες όσο και στην εκμάθηση ατομικών και κοινωνικών συνηθειών, τρόπων καλής συμπεριφοράς και δεξιοτήτων αυτοεξυπηρέτησης. Ιδιαίτερα όμως σημαντικός είναι και ο τομέας της επαγγελματικής τους κατάρτισης για την κοινωνική τους ένταξη και αυτονομία καθώς και την επαγγελματική τους αποκατάσταση.
Εύα Ν.Τσώλη, Ψυχολόγος, εξειδίκευση στην αξιολόγηση και αποκατάσταση μαθησιακών δυσκολιών
[email protected]