Είναι κοινή διαπίστωση ότι οι προκλήσεις που αντιμετωπίζουν οι μαθητές τα τελευταία χρόνια στο σχολικό περιβάλλον είναι πολλές, και η διαχείριση αυτών επιδρά είτε θετικά είτε αρνητικά στην ψυχοκοινωνική τους προσαρμογή και συνάμα σχετίζεται με την εκδήλωση δυσκολιών, τόσο σε μαθησιακό όσο και σε ψυχοσυναισθηματικό, συμπεριφορικό επίπεδο.
Ανθεκτικότητα μαθητών
Η ανθεκτικότητα που περιλαμβάνει την ικανότητα των μαθητών να ανταποκρίνονται θετικά στις προκλήσεις, είναι βασικό στοιχείο τόσο για το σχολικό περιβάλλον όσο και για τη ζωή των μαθητών γενικότερα.
Ως ανθεκτική διακρίνεται κάθε συμπεριφορική ή συναισθηματική αντίδραση σε μια ακαδημαϊκή (σχολική) ή κοινωνική πρόκληση, και έχει θετική επίδραση στην ανάπτυξη των ατόμων.
Στην κατηγορία αυτή συμπεριλαμβάνονται:
-οι στρατηγικές αναζήτησης βοήθειας,
-η εξτρά προσπάθεια ή,
-η ειρηνική επίλυση συγκρούσεων.
Αντιθέτως, αντιδράσεις που δεν συμβάλλουν στην προσωπική ανάπτυξη όπως:
-η παραίτηση,
-η αντιγραφή στο σχολείο,
η επιθετικότητα και,
-η ανημποριά, χαρακτηρίζονται ως μη ανθεκτικές.
Στάσεις μαθητών και ανθεκτικότητα
“Οι παράγοντες που επηρεάζουν την ανθεκτικότητα των μαθητών έχουν μελετηθεί από τη κοινωνική και την αναπτυξιακή ψυχολογία υπό το πρίσμα των λανθανουσών θεωριών νοημοσύνης όσον αφορά τα χαρακτηριστικά των ανθρώπων”, αναφέρει η κ. Άννα Λυσικάκου –Ψυχολόγος, Msc στη Συμβουλευτική Ψυχολογία.
Πιο συγκεκριμένα, οι θεωρίες αυτές πραγματεύονται τις στάσεις απέναντι στα χαρακτηριστικά των ανθρώπων και διακρίνονται:
-στη θεωρία οντοτήτων (entity theory) και,
-στην αυξητική θεωρία (incremental theory).
-Στη πρώτη θεωρία, η νοημοσύνη και όλες γενικά οι ανθρώπινες ικανότητες, θεωρούνται σταθερά χαρακτηριστικά τα οποία δεν επιδέχονται αλλαγές, ενώ,
-στην δεύτερη, τα ανωτέρω αποτελούν χαρακτηριστικά που μεταβάλλονται μέσω κατάλληλων στρατηγικών, μέσω της καταβολής προσπάθειας και της αναζήτησης βοήθειας για βελτίωση.
-Στη μεν πρώτη περίπτωση της θεωρίας οντοτήτων, ο κόσμος γίνεται αντιληπτός και σχετίζεται με τη μέτρηση των ικανοτήτων, ενώ,
-στη δεύτερη την αυξητική θεωρία, βαρύτητα δίνεται στη μάθηση, στην ανάπτυξη και σε οτιδήποτε συμβάλλει σε αυτές.
Επιπλέον, μέσω αυτών των θεωριών οι μαθητές θέτουν στόχους.
Στη περίπτωση της θεωρίας οντοτήτων το ενδιαφέρον-στόχος εστιάζεται στο να φαίνεται ο μαθητής έξυπνος, ενώ στη περίπτωση της αυξητικής θεωρίας, ο στόχος είναι η μάθηση.
“Άλλη διαφορά εντοπίζεται στις πεποιθήσεις των μαθητών για την έννοια της προσπάθειας.
Στην μεν πρώτη θεωρία οντοτήτων η προσπάθεια θεωρείται σημάδι έλλειψης έμφυτου ταλέντου, ενώ στη δεύτερη η προσπάθεια είναι το μέσο προς την επίτευξη του στόχου και δη την επιτυχία”, εξηγεί η κ. Λυσικάτου.
Ακόμη, στη μια περίπτωση οι μαθητές αντιμετωπίζουν τυχόν εμπόδια στην πορεία τους ως ευκαιρίες για σκληρότερη δουλειά, και στην άλλη περίπτωση, σαν σημάδι να θεωρήσουν τον εαυτό τους «χαζό».
“Διαφορές υπάρχουν και στις στρατηγικές μάθησης κατά την αντιμετώπιση δυσκολιών, όπου οι μαθητές είτε εργάζονται πιο εντατικά, είτε αποφασίζουν να τα παρατήσουν, να «κλέψουν-αντιγράψουν» στο μάθημα ή να κρατήσουν μια στάση αμυντική“, σημειώνει η κ. Λυσικάτου.
Στάσεις μαθητών και σχολική επιτυχία
Όπως είναι φανερό, οι παραπάνω στάσεις των μαθητών παίζουν αποφασιστικό ρόλο στη σχολική επιτυχία, στην επίτευξη στόχων και εν τέλει στην ανάπτυξη ανθεκτικών χαρακτηριστικών.
Ως εκ τούτου, η αλλαγή σε αυτές τις στάσεις είναι εφικτή μέσω παρεμβάσεων στο σχολικό περιβάλλον προκειμένου να βελτιωθούν τόσο οι σχολικές επιδόσεις, αλλά και η γενικότερη συμπεριφορά και στάση των μαθητών.
Η αλλαγή της στάσης ότι οι ικανότητες των μαθητών δεν είναι σταθερές και μπορούν με προσπάθεια να βελτιωθούν:
-διαμορφώνει την προσαρμοστική ικανότητα των μαθητών απέναντι σε αντιξοότητες είτε σχολικές, είτε κοινωνικές,
-συμβάλλει στην υιοθέτηση θετικών στρατηγικών αντιμετώπισής τους,
-μειώνει τη σχολική αποτυχία και,
-ενθαρρύνει στο τέλος την ανθεκτικότητά τους τόσο σαν μαθητές αλλά και σαν κοινωνικά όντα.
Έπαινος
Αποφασιστικός κρίνεται ο ρόλος τόσο των εκπαιδευτικών όσο και των γονέων στη διαμόρφωση αυτών των στάσεων, καθώς ακόμη και η προαγωγή φαινομενικά ορθών στάσεων έχει βρεθεί ότι δεν οδηγεί σε επιθυμητά αποτελέσματα, δηλαδή στην ενθάρρυνση ανθεκτικών συμπεριφορών.
Παράλληλα, αρκετή μελέτη έχει γίνει γύρω από το θέμα του τρόπου που επαινούνται τα παιδιά-μαθητές από εκπαιδευτικούς και γονείς.
“Στις περισσότερες περιπτώσεις επαίνου, η επικέντρωση γίνεται γύρω από την εξυπνάδα του παιδιού, δηλαδή το επαινούμε και το χαρακτηρίζουμε έξυπνο, γεγονός που παγιώνει μέσα του την αντίληψη ενός σταθερού χαρακτηριστικού και δεν προάγει την χρήση ανθεκτικών στρατηγικών αντιμετώπισης των δυσκολιών“, αναφέρει η κ. Λυσικάτου, προσθέτοντας:
“Από την άλλη μεριά, όταν ο έπαινος τονίζει την διαδικασία, δηλαδή την προσπάθεια που κατέβαλε ο μαθητής για να φέρει εις πέρας ένα έργο, τότε ενισχύεται η αυτοεκτίμησή του“.
Αυτό σημαίνει ότι ο έπαινος φέρει αποτελέσματα θετικά όταν:
-τονίζει την προσπάθεια,
-τη χρήση στρατηγικών,
-την συγκέντρωση και,
-την επιμονή των μαθητών στο στόχο τους, και όχι όταν δίνει βαρύτητα στην απόδοση χαρακτηρισμών (π.χ «είσαι έξυπνος»).
Κριτική στις ικανότητες
Κάτι παρόμοιο φαίνεται να συμβαίνει όταν οι ενήλικες, είτε γονείς είτε εκπαιδευτικοί τείνουν να χαρακτηρίζουν τον μαθητή με βάση το πως κρίνουν την ικανότητά του σε κάποιο συγκεκριμένο τομέα ή μάθημα.
Πολλές φορές ο μαθητής χαρακτηρίζεται ότι δεν έχει κλίση σε ένα συγκεκριμένο μάθημα, γεγονός που έχει σαν αποτέλεσμα:
-να εδραιωθεί και στον ίδιο το μαθητή αυτή η άποψη,
–να μειωθεί η προσπάθειά του στο μάθημα αυτό,
-να μην προσδοκά ότι μπορεί να βελτιωθεί με παραπάνω προσπάθεια, και στο τέλος
-να μην ανατροφοδοτείται θετικά από τον εκπαιδευτικό ή τον γονέα.
“Συμπερασματικά, καθώς οι ενήλικες (γονείς και οι εκπαιδευτικοί) αποτελούν προστατευτικούς παράγοντες στις ζωές των παιδιών-μαθητών, είναι σημαντικό να αντιληφθούν τη σπουδαιότητα των ίδιων τους των στάσεων και το βαθμό και τον τρόπο με τον οποίο τις μεταδίδουν στους μαθητές“, επισημαίνει η κ. Λυσικάτου.
Στόχος της ψυχικής ανθεκτικότητας στο σχολικό πλαίσιο
Οι πεποιθήσεις των εκπαιδευτικών επηρεάζουν σε τεράστιο βαθμό τις πεποιθήσεις των μαθητών και σχετικές παρεμβάσεις υποστηρικτικού-συμβουλευτικού χαρακτήρα στην εκπαιδευτική κοινότητα κρίνονται απαραίτητες, τόσο για λόγους πρόληψης όσο και για λόγους αντιμετώπισης δυσλειτουργιών που λαμβάνουν χώρα στο σχολικό πλαίσιο.
“Αναμφισβήτητα, ο στόχος θα πρέπει να είναι η διαμόρφωση τόσο της εκπαιδευτικής όσο και της ψυχοκοινωνικής ταυτότητάς των ατόμων, η ενδυνάμωση των θετικών στοιχείων τους καθώς και η ενίσχυση της ψυχικής ανθεκτικότητας μέσω στρατηγικών αντιμετώπισης αντιξοοτήτων και τυχόν κρίσεων“, καταλήγει η κ. Λυσικάτου.