Η Διαταραχή Ελλειμματικής Προσοχής – Υπερκινητικότητας (ΔΕΠΥ) θεωρείται ότι αποτελεί ένα σταθερό τρόπο συμπεριφοράς που εκδηλώνεται σε μικρή ηλικία (η έναρξη της διαταραχής τοποθετείται στην ηλικία 3-5 ετών) και περιλαμβάνει την υπερκινητικότητα, την παρορμητικότητα και την διάσπαση προσοχής.
Τα βασικά χαρακτηριστικά στοιχεία ενός παιδιού που παρουσιάζει ΔΕΠΥ, επιγραμματικά, είναι:
Υπερκινητικότητα
Η υπερβολική κινητικότητα είναι περισσότερο εμφανής σε δομημένες και οργανωμένες καταστάσεις που απαιτούν υψηλό βαθμό αυτοελέγχου.
Το παιδί φαίνεται ιδιαίτερα δραστήριο, αλλά η ενεργητικότητα του είναι πολλές φορές άσκοπη.
Μεταπηδά από τη μία δραστηριότητα στην άλλη, χωρίς ποτέ να τελειώνει κάτι που έχει αρχίσει.
“Δεν μπορεί να μείνει καθιστό περισσότερο από μερικά λεπτά, τρέχει, χοροπηδάει, είναι υπερβολικά ομιλητικό και θορυβώδες, κουνά ένα μέρος του σώματος του ή στριφογυρίζει ακόμη και σε καταστάσεις εξωτερικής ηρεμίας.
Είναι ανυπόμονο, απαιτητικό και δεν αντέχει τις ματαιώσεις“, αναφέρει η κ. Μαρία Βερβέρη- Ψυχολόγος.
Δυσκολεύεται να δεχθεί κανόνες και να σεβαστεί την επιβαλλόμενη πειθαρχία.
Η υπερκινητικότητα εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τη συγκεκριμένη κατάσταση στην οποία παρατηρείται και επηρεάζεται:
-από το είδος της δραστηριότητας,
-το βαθμό επιτήρησής του από κάποιον ενήλικα, καθώς και,
-από την ποιότητα και το είδος της σχέσης αυτού του ενήλικα με το παιδί.
Ελλειμματική προσοχή
Η ελλειμματική προσοχή καθιστά το παιδί ανίκανο να συγκεντρωθεί και να εκτελέσει καθήκοντα που απαιτούν προσήλωση προσοχής.
Αδυνατεί να εστιάσει την προσοχή του σε λεπτομέρειες ,ή/και κάνει λάθη απροσεξίας στο σχολείο ή σε άλλες δραστηριότητες.
Αποφεύγει να εμπλακεί σε καθήκοντα που απαιτούν σταθερή και αδιάλειπτη νοητική προσπάθεια (όπως σχολική εργασία ή μελέτη για το σχολείο στο σπίτι).
Συχνά φαίνεται να μην ακούει όταν του μιλούν κατευθείαν.
Παρουσιάζει δυσκολίες να οργανώσει καθήκοντα και δραστηριότητες και χάνει εύκολα σημαντικά αντικείμενα (π.χ. παιχνίδια, σχολικό εξοπλισμό).
Παρορμητικότητα
Η παρορμητικότητα αναφέρεται στην αδυναμία ελέγχου μίας αντίδρασης παρά τις αρνητικές συνέπειες αυτής.
Οι δυσάρεστες εμπειρίες δεν αποτρέπουν την επανάληψη πράξεων, με αποτέλεσμα τα παιδιά αυτά να εμπλέκονται σε επικίνδυνες καταστάσεις.
-Θέτουν σε κίνδυνο την ζωή τους
“Έχει βρεθεί αυξημένο ποσοστό ατυχημάτων και δηλητηριάσεων στα υπερκινητικά παιδιά, τα οποία απαιτούν ιδιαίτερη επίβλεψη.
Μπορεί π.χ. να ανεβούν κάπου ψηλά ή σε ένα δέντρο, να περάσουν το δρόμο χωρίς να προσέξουν, να προσπαθήσουν να κατέβουν από ένα αυτοκίνητο εν κινήσει.
Εκ των υστέρων συνειδητοποιούν με έκπληξη ότι έβαλαν τον εαυτό τους σε κίνδυνο“, επισημαίνει η κ. Βερβέρη.
Μαθησιακές διαταραχές- Κοινωνικές δεξιότητες
Το παιδί με ΔΕΠΥ δεν τα καταφέρνει καλά στο σχολείο και σε διάφορες κοινωνικές καταστάσεις.
Παρουσιάζει μαθησιακές διαταραχές και η εν γένει συμπεριφορά του το κάνει ανεπιθύμητο στην τάξη.
Παρουσιάζει γρήγορες και ξαφνικές αλλαγές της ψυχικής διάθεσης και έλλειψη αναστολών στις κοινωνικές σχέσεις.
Είναι ανυπόμονο και απαιτεί άμεση ικανοποίηση των αναγκών του.
Έτσι δεν περιμένει τους άλλους να μιλήσουν και συχνά τους διακόπτει.
Αναπτύσσει δύσκολα φιλίες λόγω της ανικανότητάς του να συνεργαστεί με συνομηλίκους στο παιχνίδι ή σε άλλες κοινωνικές δραστηριότητες.
Χαρακτηριστική είναι η δυσκολία να περιμένει τη σειρά του και η αδυναμία να παίζει ένα παιχνίδι για όσο χρονικό διάστημα το κάνουν οι συνομήλικοί του.
Δεν τα καταφέρνει να είναι μέλος μιας ομάδας ούτε να διατηρήσει φιλίες.
Συναίσθημα
Συναισθηματικά το παιδί με ΔΕΠΥ, μπορεί να βιώνει απόρριψη και παρουσιάζει χαμηλή αυτοεκτίμηση.
Ορισμένα παιδιά δείχνουν καταθλιπτικά συμπτώματα που αποδίδονται στο βίωμα της προσωπικής αποτυχίας.
“Παιδιά στα οποία δεν έχει διαγνωσθεί η διαταραχή ή δεν έχουν θεραπευτική αντιμετώπιση εισπράττουν μόνιμα μια αρνητική εικόνα του εαυτού τους.
Τιμωρούνται ή τα μαλώνουν για πράγματα τα οποία δεν μπορούν να αποφύγουν να κάνουν“, σημειώνει η κ. Βερβέρη.
Ακούνε συνέχεια να τους λένε: «κάθισε κάτω», «μη διακόπτεις», «μην το κάνεις αυτό», «περίμενε τη σειρά σου», « μη συμπεριφέρεσαι άσχημα», «είσαι κακό παιδί».
Αυτού του είδους οι παρατηρήσεις συμβάλουν στην άσχημη εικόνα εαυτού που βαθμιαία αποκτά το υπερκινητικό παιδί.
Στο επίπεδο της πρωτογενούς φροντίδας, προέχει η αναγνώριση των συμπτωμάτων της υπερκινητικής διαταραχής από γονείς και δασκάλους.
“Έτσι ώστε, να γίνει η σωστή και έγκαιρη διάγνωση και να ξεκινήσει η κατάλληλη θεραπευτική παρέμβαση, η οποία απευθύνεται τόσο στο περιβάλλον (γονείς και δασκάλους) όσο και στο ίδιο το παιδί”, καταλήγει η κ. Βερβέρη.