Ακόμα πιο σφοδρό από το αναμενόμενο ήταν το δεύτερο κύμα της πανδημίας του κορονοϊού σε παγκόσμιο επίπεδο, με αποτέλεσμα αυστηρά περιοριστικά μέτρα να επιβληθούν σε πολλές χώρες του κόσμου.
Το δεύτερο lockdown που εφαρμόστηκε στη χώρα μας από τα μέσα Νοεμβρίου, με τα σχολεία όλων των βαθμίδων να κλείνουν, μαζί με τα καταστήματα και τις περισσότερες δραστηριότητες, «έκλεισε» και πάλι τα παιδιά στο σπίτι. Οι γονείς επικεντρώθηκαν φυσικά στην προστασία από την πανδημία και περιόρισαν στο ελάχιστο τις εξόδους και τις κοινωνικές επαφές.
Αυτή η πρακτική, δυστυχώς, κρύβει έναν πολύ μεγάλο κίνδυνο: Μαζί με όλα τα άλλα που «μπαίνουν στον πάγο» εξαιτίας του lock down, οι γονείς παραλείπουν και τις προγραμματισμένες επισκέψεις στον παιδίατρο για τον εμβολιασμό των παιδιών – προφανώς στην προσπάθειά τους να ελαχιστοποιήσουν τον κίνδυνο μόλυνσης από τον κορονοϊό.
Το γεγονός όμως ότι βρισκόμαστε εν καιρώ πανδημίας, δεν σημαίνει επουδενί πως παύουν να υπάρχουν άλλες, μολυσματικές και επικίνδυνες ασθένειες για την υγεία ειδικά των παιδιών, όπως για παράδειγμα η νόσος Μηνιγγίτιδα Β’, που μπορεί να αποδειχθεί ακόμα και θανατηφόρα.
Εν αναμονή εμβολίου για τον κορονοϊό, δεν παραλείπουμε τα παιδικά εμβόλια
Είναι σαφές πως ο μόνος τρόπος να εξαλείψουμε τον κίνδυνο μόλυνσης από κάποια από τις νόσους αυτές, είναι με το να εμβολιάσουμε σωστά και με βάση το πώς προτείνουν οι επιστήμονες τα παιδιά μας. Αξίζει, στο σημείο αυτό, να επισημάνουμε πως ενδεικτικό της σπουδαιότητας των εμβολίων στη δημόσια υγεία, είναι πως σύσσωμη η επιστημονική κοινότητα, σε παγκόσμιο επίπεδο, ασχολείται με την ανακάλυψη του εμβολίου που θα προστατεύσει την ανθρωπότητα από τον κορονοϊό.
Μέχρι τότε όμως, οι γονείς οφείλουν να μην αφήνουν τα παιδιά τους εκτεθειμένα στους κινδύνους, την ώρα μάλιστα που υπάρχουν διαθέσιμα τα κατάλληλα εμβόλια.
Διότι, κατά την πρώτη φάση της πανδημίας στη χώρα μας, την περασμένη άνοιξη, παρατηρήθηκε το λεγόμενο «εμβολιαστικό κενό». Οι γονείς μικρών παιδιών ειδικά, ανέβαλαν και καθυστέρησαν σημαντικά τον εμβολιασμό, με αποτέλεσμα βρέφη και μικρά παιδιά σε πολύ μεγάλο ποσοστό του πληθυσμού να παραμένουν απροστάτευτα έναντι πολύ σοβαρών νόσων, που μπορεί να απειλήσουν ακόμα και τη ζωή τους.
Παράλληλα, το γεγονός αυτό είχε αλυσιδωτές αντιδράσεις για τη δημόσια υγεία, καθώς άμεσα, οι ευάλωτες ομάδες του πληθυσμού, άνθρωποι με εξασθενημένο ανοσοποιητικό σύστημα για διάφορους λόγους, βρέθηκαν αντιμέτωποι με πολύ μεγαλύτερο κίνδυνο μόλυνσης από κάποιο λοιμώδες νόσημα.
Το υπουργείο Υγείας εξάλλου έχει αναφερθεί αναλυτικά στο γεγονός πως οι προγραμματισμένοι εμβολιασμοί των παιδιών δεν θα πρέπει να παραλείπονται σε καμία περίπτωση, ειδικά όχι εν μέσω πανδημίας (δείτε αναλυτικά εδώ). Επομένως, η καθιερωμένη επίσκεψη στον παιδίατρο για το προγραμματισμένο checkup και για τον προληπτικό εμβολιασμό είναι απαραίτητη και δεν θα πρέπει να αναβάλλεται επ’ αόριστον ή για μετά τη λήξη του lock down.
Μάλιστα, μία τέτοια επίσκεψη στον παιδίατρο, είναι ιδανική αφορμή για τους γονείς ώστε να ενημερωθούν για μία ιδιαίτερα επικίνδυνη αλλά και ύπουλη νόσο, τη Μηνιγγίτιδα Β’, για την οποία κυκλοφορεί αποδεδειγμένα ασφαλές και αποτελεσματικό εμβόλιο.
Γιατί η Μηνιγγίτιδα Β’ χαρακτηρίζεται «ύπουλη νόσος»
Η Μηνιγγίτιδα Β’ θεωρείται μία από τις πιο επικίνδυνες λοιμώδεις νόσους, καθώς τα αρχικά της συμπτώματα μοιάζουν με της γρίπης, όμως η εξέλιξή της είναι ραγδαία. Αναλυτικότερα, η Μηνιγγίτιδα Β’ προσβάλλει μωράκια, νήπια και νεαρούς ενήλικες και μπορεί να προκαλέσει μόνιμες αναπηρίες ή ακόμα και τον θάνατο του ασθενούς – σύμφωνα με τα στοιχεία, περίπου ένα στα πέντε περιστατικά μηνιγγίτιδας μπορεί να έχει σοβαρές επιπλοκές για τον ασθενή.
Οι επιστήμονες θεωρούν ότι τα βρέφη και τα νήπια είναι οι πιο ευάλωτες ηλικιακές ομάδες, ενώ ειδικά τα νεογέννητα κάτω του ενός έτους, διατρέχουν τον μεγαλύτερο κίνδυνο εμφάνισης Μηνιγγιτιδοκοκκικής νόσου από οποιαδήποτε άλλη ομάδα.
Το πολύ επικίνδυνο χαρακτηριστικό της Μηνιγγίτιδας Β’ είναι πως τα συμπτώματά της αρχικά μπορεί να είναι υψηλός πυρετός, πονοκέφαλος, αυχενική δυσκαμψία, εμετός – μοιάζουν δηλαδή πολύ με αυτά της γρίπης ή μίας ίωσης. Αυτός είναι και ο λόγος που η έγκαιρη διάγνωση είναι πολύ δύσκολη – οι περισσότεροι πιστεύουν πως πρόκειται κάτι απλό και περιμένουν να περάσει. Όμως πρόκειται για μία πολύ ύπουλη ασθένεια, η οποία μέσα σε 24 ώρες εξελίσσεται ραγδαία, με δραματικές συνέπειες για τον ασθενή.
Ένας ακόμα λόγος που κάνει τη Μηνιγγίτιδα Β’ επικίνδυνη και ύπουλη είναι το γεγονός πως 1 ένας στους δέκα ενήλικες φέρει το βακτήριο της νόσου αυτής ασυμπτωματικά. Μπορεί όμως να το μεταδώσει και να μεταφέρει τη νόσο σε βρέφη και μωρά που ζουν στο περιβάλλον του, μέσω του φιλιού, του βήχα ή του φταρνίσματος.
Ο μόνος ουσιαστικός και ασφαλής τρόπος θωράκισης των παιδιών ειδικά από αυτή τη νόσο είναι ο έγκαιρος εμβολιασμός, που είναι όμως διαφορετικός από εκείνον κατά των υπόλοιπων τύπων μηνιγγίτιδας. Το εμβόλιο κατά της Μηνιγγίτιδας Β’ χορηγείται σε μωρά από δύο μηνών και ο παιδίατρος μπορεί να ενημερώσει αναλυτικά τους γονείς, απαντώντας σε όλες τις απορίες τους, ώστε οι ίδιοι να έχουν στη διάθεσή τους όλα τα δεδομένα και να προχωρήσουν στη θωράκιση της υγείας του παιδιού τους με τον καλύτερο τρόπο.