Τι σχέση έχει η διαταραχή ελλειμματικής προσοχής-υπερκινητικότητας (ΔΕΠΥ) με τον αυξημένο κίνδυνο πρόωρου θανάτου; Ως φαίνεται, μεγάλη, σύμφωνα με μια νέα, καλά σχεδιασμένη μελέτη που δημοσιεύεται στην ιατρική επιθεώρηση «The Lancet».
Επιστήμονες από τη Δανία, με επικεφαλής τον δρα Σόρεν Ντάλσγκααρντ από το Πανεπιστήμιο του Ααρχους, ανέλυσαν το ιατρικό ιστορικό όλων των παιδιών που γεννήθηκαν στη χώρα τους μεταξύ 1981 και 2011, διαπιστώνοντας πως οι 32.061 από αυτά είχαν διαγνωστεί με ΔΕΠΥ.
Τα 107 από αυτά τα παιδιά, έφηβοι ή/και νεαροί ενήλικοι, είχαν χάσει τη ζωή τους πριν γίνουν 33 ετών. Η αναλογία αυτή, παρότι είναι πολύ χαμηλή (περίπου 3 θύματα στα 1.000 άτομα), είναι σχεδόν διπλάσια από την αντίστοιχη στους συνομηλίκους τους δίχως ΔΕΠΥ – και αυτό ασφαλώς εγείρει ερωτηματικά, τα οποία εντείνει το γεγονός ότι απ’ όσα θύματα δεν πέθαναν από φυσικά αίτια, το 78% έχασε τη ζωή του σε δυστυχήματα.
Ο κίνδυνος πρόωρου θανάτου ήταν ιδιαιτέρως υψηλός στους ασθενείς που είχαν διαγνωστεί αργά στη ζωή (στα 18 τους χρόνια ή αργότερα, και όχι κατά την προσχολική και πρώτη σχολική ηλικία όπως συνήθως συμβαίνει), καθώς και στις νεαρές γυναίκες έναντι των νεαρών ανδρών.
Οι ειδικοί λένε πως η διάγνωση της διαταραχής κατά την ενήλικη ζωή συνήθως υποδηλώνει πιο βαριά μορφή της. Επιπλέον, όταν ένας πάσχων φτάνει αδιάγνωστος στα 18 του χρόνια, σημαίνει ότι έχει ζήσει πιο ριψοκίνδυνα απ’ ό,τι οι συνομήλικοί του και μπορεί ήδη να επιδεικνύει πρόσθετα προβλήματα, όπως η χρήση ουσιών, τα οποία επίσης αυξάνουν τον κίνδυνο δυστυχημάτων.
«Αν και καμία μεμονωμένη κλινική μελέτη δεν μπορεί να θεωρηθεί ως η οριστική απόδειξη για ένα θέμα, η συγκεκριμένη πλησιάζει πολύ» γράφει ο δρ Στίβεν Φαραόνε, διευθυντής Ιατρικής Γενετικής Ερευνας στο Πολιτειακό Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης, σε ένα σχόλιό του που τη συνοδεύει. Και εξηγεί πως το δείγμα ήταν μεγάλο και η περίοδος παρακολούθησης μακρά, με λιγοστά χαμένα στοιχεία, επομένως μπορεί να θεωρηθεί ως μια σχεδόν οριστική απόδειξη της συσχέτισης.
Οχι πανικός
Εντούτοις, σπεύδει να διευκρινίσει, τα νέα ευρήματα δεν πρέπει να πανικοβάλουν τους γονείς παιδιών που πάσχουν από τη διαταραχή, αλλά απλώς να χρησιμεύσουν ως ένα καμπανάκι που θα οδηγήσει όσο το δυνατόν νωρίτερα στην ανίχνευση και θεραπεία της ΔΕΠΥ.
«Τα δύο κύρια συμπτώματα της ΔΕΠΥ, η έλλειψη προσοχής και η παρορμητική συμπεριφορά, αποτελούν κλασικούς παράγοντες κινδύνου για ατυχήματα, αλλά με την κατάλληλη θεραπεία μπορούν να ελεγχθούν» τόνισε.
Παλαιότερη μελέτη της ίδιας ερευνητικής ομάδας είχε δείξει πως η λήψη φαρμάκων που χορηγούνται για τη βελτίωση της προσοχής και της παρορμητικής συμπεριφοράς σχετίζεται με καλύτερες επιδόσεις σε προσομοιωτές οδήγησης, κατά τον δρα Φαραόνε.
Η διαταραχή ελλειμματικής προσοχής-υπερκινητικότητας είναι μια συμπεριφορική πάθηση που εμποδίζει την εστίαση στις καθημερινές υποχρεώσεις και συνήθειες.
Υπολογίζεται ότι προσβάλλει το 5%-7% των παιδιών σχολικής ηλικίας, αλλά τα συμπτώματά της συνεχίζονται και μετά την ενηλικίωση σε περίπου έξι στους δέκα πάσχοντες.
Σύμφωνα με την Αμερικανική Ψυχολογική Εταιρεία, οι πάσχοντες από ΔΕΠΥ τυπικά δυσκολεύονται να οργανωθούν, να συγκεντρώσουν την προσοχή τους, να καταρτίσουν ρεαλιστικά προγράμματα και να σκεφτούν προσεκτικά πριν πράξουν.
Οι επιστήμονες πιστεύουν ότι τα γονίδια παίζουν σημαντικό ρόλο στην εμφάνιση της ΔΕΠΥ. Μελέτες σε διδύμους λ.χ. έχουν δείξει ότι το σχεδόν 76% των κρουσμάτων οφείλεται σε κληρονομούμενα γονίδια, τα οποία όμως μπορούν να επηρεαστούν από το περιβάλλον.