Η παρακεταμόλη δεν θα πρέπει να χρησιμοποιείται αλόγιστα για την αντιμετώπιση του άλγους κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, σύμφωνα με μια νέα μελέτη της βιβλιογραφίας από 91 γιατρούς οι οποίοι υποστήριξαν ότι το φάρμακο αυτό μπορεί να επηρεάσει την ανάπτυξη του εμβρύου.
Οι επιστήμονες, επικεφαλής των οποίων ήταν η Ann Bauer από το Πανεπιστήμιο της Μασαχουσέτης, εξέτασαν 25 χρόνια ερευνών για τα αναλγητικά στην εγκυμοσύνη και δημοσίευσαν τις παρατηρήσεις τους στο επιστημονικό περιοδικό Nature Reviews Endocrinology.
Όπως υποστήριξαν, οι έγκυες θα πρέπει να λαμβάνουν το φάρμακο αυτό:
-στη χαμηλότερη δυνατή δόση,
-για τη μικρότερη δυνατή διάρκεια και,
-μόνο εφόσον έχουν λάβει έγκριση από τον γιατρό τους, προκειμένου να ελαχιστοποιηθεί ο κίνδυνος που παρατηρήθηκε σε ορισμένες έρευνες.
Η παρακεταμόλη θεωρείται η πλέον ασφαλής επιλογή για την αντιμετώπιση του ήπιου-μέτριου άλγους και του πυρετού κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης.
Σύμφωνα με επιδημιολογικά δεδομένα, πάνω από το 50% των εγκύων έχουν λάβει τουλάχιστον μία φορά το φάρμακο αυτό κατά τη διάρκεια της κύησης.
Ωστόσο, δεδομένα έχουν δείξει ότι η πλειοψηφία των εγκύων λαμβάνουν παρακεταμόλη για άλλες ενδείξεις, όπως για παράδειγμα:
-η κεφαλαλγία,
-οι μυαλγίες,
-η ισχιαλγία και,
-το άλγος στα γόνατα, παρά το γεγονός ότι το φάρμακο δεν έχει υψηλή αποτελεσματικότητα στην αντιμετώπιση των παραπάνω συμπτωμάτων.
Ωστόσο, η ευρεία χρήση της παρακεταμόλης δεν προκαλεί έκπληξη, καθώς άλλα αναλγητικά και αντιπυρετικά φάρμακα, όπως η ιβουπροφαίνη δεν επιτρέπεται να χορηγηθούν, ιδιαίτερα στο τελευταίο τρίμηνο της εγκυμοσύνης.
Οι ανησυχίες για την παρακεταμόλη και τις επιδράσεις της κατά την εγκυμοσύνη ξεκίνησαν μετά την αύξηση που παρατηρήθηκε στις αναπτυξιακές διαταραχές τα τελευταία χρόνια.
Το φαινόμενο αυτό, ωστόσο, μπορεί να αποδίδεται σε άλλους παράγοντες, όπως για παράδειγμα την καλύτερη ενημέρωση που υπάρχει πλέον για τις διαταραχές αυτές, γεγονός που οδηγεί σε περισσότερες διαγνώσεις.
Η παρακεταμόλη μπορεί να επηρεάσει τη λειτουργία του ενδοκρινικού συστήματος, επομένως υπάρχει πιθανότητα να προκαλεί διαταραχές στα επίπεδα των ορμονών που εμπλέκονται στην ανάπτυξη του εμβρύου.
Ωστόσο, προς το παρόν δεν έχει αποδειχθεί ακόμα σχέση αιτίας-αποτελέσματος ανάμεσα στο φάρμακο και τις συμπεριφορικές ή αναπτυξιακές διαταραχές, καθώς οι τελευταίοι συνδέονται επίσης με μία σειρά γενετικούς ή περιβαλλοντικούς παράγοντες.
Σύμφωνα με τη Bauer, μέχρι να γνωρίζουμε αν πραγματικά το φάρμακο μπορεί να προκαλέσει επιπλοκές, θα πρέπει να περιορίσουμε τη χρήση του στις εγκύους.
Στην ανάλυση των δεδομένων που έκανε η επιστήμονας και η ομάδα της, εξετάστηκαν μία σειρά έρευνες, από επιδημιολογικές μελέτες σχετικά με τη χρήση του φαρμάκου στις εγκύους μέχρι εργαστηριακές μελέτες σε πειραματόζωα.
Οι έρευνες αυτές είχαν δημοσιευτεί στο διάστημα από το 1995 μέχρι το 2020.
Η επιστημονική ομάδα υποστήριξε ότι οι γιατροί θα πρέπει να ενημερώνουν τις εγκύους νωρίς σχετικά με τους πιθανούς κινδύνους από την παρακεταμόλη.
Ωστόσο, τόνισαν ότι οι παρατηρήσεις της μελέτης τους θα πρέπει να ερμηνευθούν με προσοχή.
Εξετάζοντας μόνο τις μελέτες που είχαν χρησιμοποιήσει δεδομένα από ανθρώπους εθελοντές, οι επιστήμονες παρατήρησαν ότι:
–οι 26 από τις 29 μελέτες (στις οποίες συμμετείχαν συνολικά πάνω από 220.000 έγκυες) ανακάλυψαν δεδομένα που δείχνουν ότι η χρήση παρακεταμόλης κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης μπορεί να αυξήσει τον κίνδυνο νευροαναπτυξιακών διαταραχών, όπως:
-η διαταραχή ελλειμματικής προσοχής και,
-υπερκινητικότητας (ΔΕΠΥ).
Λίγες μελέτες είχαν επίσης δεδομένα σχετικά με την ποσότητα της παρακεταμόλης που είχαν λάβει οι γυναίκες.
Στις μελέτες αυτές παρατηρήθηκε ότι η συχνή χρήση του παραπάνω φαρμάκου κατά την εγκυμοσύνη συνδέεται με αυξημένο κίνδυνο αναπτυξιακών διαταραχών στο έμβρυο.
Ένας μικρός αριθμός ερευνών διαπίστωσαν επίσης, πιθανή σύνδεση ανάμεσα στη χρήση παρακεταμόλης κατά την εγκυμοσύνη, και,
-τον κίνδυνο ανωμαλιών του ουρογεννητικού, ή,
-αναπαραγωγικού συστήματος στα αγόρια.
«Με βάση τα δεδομένα της μελέτης μας, πιστεύουμε ότι η χρήση της παρακεταμόλης κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης θα πρέπει να επανεξεταστεί σε νέες έρευνες.
Μέχρι να ολοκληρωθούν οι έρευνες αυτές, το φάρμακο θα πρέπει ίσως να αποφεύγεται από τις εγκύους», αναφέρει η Bauer.
-Δεν συμφώνησαν όλοι οι επιστήμονες με τα ευρήματα της μελέτης
Είναι σημαντικό να τονιστεί στο σημείο αυτό ότι ορισμένοι επιστήμονες δεν συμφώνησαν με τα αποτελέσματα της παραπάνω μελέτης.
Μία από αυτούς, η Sarah Stock από το Πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου, υποστήριξε ότι τα περισσότερα δεδομένα που χρησιμοποίησε η ανάλυση ήταν χαμηλής ποιότητας και δεν επαρκούν για να αποδειχθεί ότι η παρακεταμόλη, ιδιαίτερα όταν λαμβάνεται περιστασιακά, μπορεί να προκαλέσει αναπτυξιακές διαταραχές στον άνθρωπο.
Αν και ορισμένες έρευνες που εξέτασε η ανάλυση είχαν χρησιμοποιήσει επίσημα ιατρικά αρχεία, οι περισσότερες είχαν βασιστεί σε:
-αναφορές από τους γονείς σχετικά με την αναπτυξιακή διαταραχή στα παιδιά τους ή,
–σε αναφορές των εγκύων σχετικά με τη συχνότητα που έπαιρναν παρακεταμόλη.
Σύμφωνα με τη Stock, αυτή τη στιγμή είναι επίσης αδύνατο να διαπιστώσουμε αν οι αναπτυξιακές διαταραχές συνδέονται με την παρακεταμόλη, ή με τις παθήσεις που οδηγούν σε λήψη του παραπάνω φαρμάκου.
Τόσο το FDA των ΗΠΑ όσο και ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Φαρμάκων (EMA) είχαν δηλώσει το 2015 και 2019, αντίστοιχα, ότι τα διαθέσιμα δεδομένα αυτή τη στιγμή δεν επαρκούν για να αποδείξουν σύνδεση ανάμεσα στη χρήση παρακεταμόλης από τις εγκύους και τον κίνδυνο αναπτυξιακών διαταραχών στα παιδιά τους.
Ωστόσο, οι συγγραφείς της παρούσας μελέτης ζήτησαν από τους παραπάνω οργανισμούς να επανεξετάσουν τα δεδομένα και να αναθεωρήσουν τις οδηγίες τους.
Σύμφωνα με τον Stephen Evans, ένα φαρμακοποιό/επιδημιολόγο από το London School of Hygiene & Tropical Medicine, το αίτημα αυτό είναι λογικό, ωστόσο αυτή τη στιγμή δεν υπάρχει λόγος να ανησυχήσουν οι μελλοντικές μητέρες.
Όπως υποστήριξε τόσο ο Evans, όσο και αρκετοί άλλοι ειδικοί, οι επιδημιολογικές μελέτες που χρησιμοποιήθηκαν στην παρούσα ανάλυση ήταν επί το πλείστον χαμηλής ποιότητας.
Κατά συνέπεια, προς το παρόν η χρήση του φαρμάκου από τις εγκύους μπορεί να συνεχιστεί, ωστόσο θα πρέπει να είμαστε προσεκτικοί μέχρι να έχουμε πιο σαφή αποτελέσματα.
Πηγή: Αντώνιος Δημητρακόπουλος – Ερρίκος Ντυνάν Hospital Center