Κύηση και χημειοθεραπεία δεν είναι πια αντίθετες έννοιες. Τώρα οι επιστήμονες λένε πως οι έγκυοι με καρκίνο του μαστού μπορούν να υποβληθούν σε χημειοθεραπεία ή επέμβαση χωρίς να απειληθεί η ζωή του εμβρύου και χωρίς να χρειάζεται προσφυγή σε πρόωρο τοκετό. Η σχετική μελέτη που δημοσιεύτηκε στην ιατρική επιθεώρηση «Lancet Oncology» υποστηρίζει ότι τα μωρά που εκτέθηκαν σε χημειοθεραπεία όσο βρίσκονταν στη μήτρα καρκινοπαθούς μητέρας, αναπτύχτηκαν εξίσου καλά με εκείνα που γεννήθηκαν από υγιείς γυναίκες.
Ο δρ Φρέντερικ Αμαντ, που εργάζεται στο Leuven Cancer Institute, στο Βέλγιο, εκ των συγγραφέων της μελέτης, δηλώνει χαρακτηριστικά:«Οι νέες γνώσεις που αποκτήσαμε κατά τη διάρκεια της έρευνας διευκολύνουν τη θεραπεία του καρκίνου, παρέχοντας ελπίδες στη μητέρα και το παιδί, στις περισσότερες περιπτώσεις.
Οι περισσότερες μητέρες αισθάνονται δυνατές και είναι ακόμα πιο πρόθυμες να υποβληθούν στη χημειοθεραπεία κατά του καρκίνου του μαστού και των παρενεργειών, αφού μάχονται και για το παιδί τους».Στη μελέτη αναφέρεται επίσης ότι οι καρκινοπαθείς έγκυοι πρέπει να έχουν στόχο μια φυσιολογική σε διάρκεια εγκυμοσύνη, μιας και στις περισσότερες περιπτώσεις ο καρκίνος μπορεί παράλληλα να αντιμετωπίζεται τόσο με χειρουργική επέμβαση όσο και με χημειοθεραπεία. Εξάλλου, η διακοπή της κύησης δεν φαίνεται να βελτιώνει την πιθανότητα μιας γυναίκας να επιβιώσει της νόσου.
Ο καρκίνος του μαστού σε γυναίκες που είναι έγκυος συνήθως διαγιγνώσκεται αργότερα από το συνηθισμένο επειδή τα συμπτώματα «επισκιάζονται» από αναμενόμενες αλλαγές στο σώμα, όπως η αύξηση του μεγέθους του στήθους.Οι επιστήμονες πιστεύουν ότι η χημειοθεραπεία μπορεί να χορηγηθεί με ασφάλεια στο δεύτερο και τρίτο τρίμηνο της εγκυμοσύνης και σε γενικές γραμμές η χειρουργική επέμβαση είναι ασφαλής και στα τρία τρίμηνα. Στις περισσότερες περιπτώσεις, ωστόσο, η θεραπεία με ακτινοβολίες γίνεται μετά τη γέννα. Ο δρ Αμαντ παραδέχθηκε όμως ότι ο καρκίνος του μαστού στη διάρκεια της εγκυμοσύνης «παραμένει πρόκληση», διότι σε ορισμένες περιπτώσεις πολύ προχωρημένου σταδίου μπορεί να οδηγήσει στον θάνατο μητέρας και μωρού.