Στη διάρκεια της εγκυμοσύνης, το καρδιαγγειακό σύστημα της γυναίκας, υφίσταται κάποιες φυσιολογικές μεταβολές:
Αύξηση του όγκου του αίματος και του όγκου του πλάσματος, ελάττωση των αντιστάσεων των αγγείων και αύξηση της καρδιακής παροχής και συχνότητας.
Η υπερτασική νόσος της εγκυμοσύνης περιλαμβάνει όλο το κλινικό φάσμα των ανωμαλιών που κυμαίνονται από την ελάχιστη αύξηση της αρτηριακής πίεσης, ως και τη σοβαρή υπέρταση με πολυοργανική ανεπάρκεια.
Η Υπερτασική Νόσος της Εγκυμοσύνης ταξινομείται σε:
-Χρόνια υπέρταση
-Χρόνια υπέρταση που επιπλέκεται από βαρειά προεκλαμψία
-Ιδιοπαθής υπέρταση της κύησης
-Προεκλαμψία
Α. Χρόνια Υπέρταση
“Είναι η αύξηση της πίεσης που υπάρχει πριν την κύηση.
Η διάγνωση θα πρέπει να γίνεται όταν η πίεση του αίματος είναι πάνω από 140/90 πριν την 20η εβδομάδα κύησης και παραμένει και μετά τον τοκετό“, αναφέρει ο Χαράλαμπος Χρέλιας, Μαιευτήρας – Γυναικολόγος, Ομότιμος Αναπληρωτής Καθηγητής ΕΚΠΑ, Επιστημονικός Συνεργάτης, Γαία Μαιευτική – Γυναικολογική.
Οι επιπλοκές της είναι:
-Προεκλαμψία,
-ενδομήτρια καθυστέρηση της ανάπτυξης του εμβρύου,
-αποκόλληση πλακούντα και,
-ενδομήτριος θάνατος.
Αντιμετωπίζεται με τη χορήγηση αντιυπερτασικών φαρμάκων.
Απαραίτητη κρίνεται η παρακολούθηση της ανάπτυξης του εμβρύου με συχνό υπερηχογραφικό έλεγχο μετά την 32η εβδομάδα.
Ο τοκετός πρέπει να γίνει πριν τις 40 εβδομάδες.
Β. Χρόνια υπέρταση που επιπλέκεται από βαρειά προεκλαμψία
Προεκλαμψία παρουσιάζεται συνήθως σε γυναίκες στις οποίες η υπέρταση οφείλεται σε συστηματική νόσο.
Η προεκλαμψία τείνει να υποτροπιάζει στις επόμενες κυήσεις, να εμφανίζεται πιο νωρίς και να είναι σοβαρότερη.
Γ. Ιδιοπαθής υπέρταση της κύησης
Χαρακτηρίζεται από υψηλή αρτηριακή πίεση (≥140/90) κατά το 3ο τρίμηνο ή και το πρώτο 24ωρο μετά τον τοκετό, σε γυναίκα που προηγουμένως είχε φυσιολογική πίεση.
Δε συνοδεύεται από πρωτεϊνουρία ή οίδημα.
Πιθανώς οφείλεται σε υπερβολική αντίδραση του καρδιαγγειακού συστήματος της μητέρας στην κύηση.
Σπάνια μπορεί να προκαλέσει ανεπιθύμητες αντιδράσεις στη μητέρα και στο έμβρυο.
Δ. Προεκλαμψία
Αποτελεί διαταραχή που επηρεάζει διάφορα συστήματα του οργανισμού κατά τη διάρκεια της κύησης ή της λοχείας και θεωρείται νόσος του πλακούντα.
Χαρακτηρίζεται από την ύπαρξη υπέρτασης σε γυναίκα που δεν είχε πριν την κύηση, παρουσία λευκωμάτων στα ούρα και οιδήματος.
Η διάγνωσή της πρέπει να γίνεται μετά την 20η εβδομάδα, και η βαρύτητά της διαβαθμίζεται.
Η κλινική της διάγνωση βασίζεται σε συμπτώματα:
–από το νευρικό σύστημα (σοβαρός πονοκέφαλος, θάμπωμα της όρασης, σκοτώματα),
–από το ήπαρ (πόνος στο επιγάστριο ή στο δεξιό υποχόνδριο).
“Σε σοβαρές περιπτώσεις μπορεί να οδηγήσει σε πνευμονικό οίδημα, σε αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο ή σε εκλαμψία (γενικευμένοι σπασμοί ή κώμα).
Εργαστηριακά μπορεί να εμφανίζει πρωτεΐνες στα ούρα, ολιγουρία ή νεφρική ανεπάρκεια, αύξηση στις τρανσαμινάσες του ήπατος, και πτώση των αιμοπεταλίων”, τονίζει ο κ. Χρέλιας.
Η αντιμετώπιση της προεκλαμψίας, είναι ο τοκετός του εμβρύου και η απομάκρυνση του πλακούντα.
-Συνιστάται σε γυναίκες με ήπια προεκλαμψία, μόλις η κύηση συμπληρώσει ευνοϊκή ηλικία, καθώς και σε όλες τις γυναίκες με βαρειά προεκλαμψία, ανεξάρτητα της ηλικίας κύησης.
–Η χορήγηση μικρών δόσεων ασπιρίνης για την πρόληψη της προεκλαμψίας, έχει ευνοϊκό αποτέλεσμα.
–Η προεκλαμψία και οι επιπλοκές της υποχωρούν πάντα μετά τον τοκετό.
–Η διούρηση αποτελεί τον πιο αξιόπιστο δείκτη βελτίωσης.
“Η πρόγνωση για το έμβρυο εξαρτάται από την ηλικία κύησης κατά τον τοκετό και τα προβλήματα που σχετίζονται με την προωρότητα“, καταλήγει ο κ. Χρέλιας.