Για πρώτη φορά, επιστήμονες κατόρθωσαν να επινοήσουν έναν τρόπο που προβλέπει με εκπληκτική ακρίβεια ποιες κυήσεις είναι πολύ υψηλού κινδύνου για αποβολή.
Η δρ Κάλτουμ Άνταμ, ερευνήτρια στο Νοσοκομείο St Mary’s, στο Μάντσεστερ, είπε στο ετήσιο συνέδριο της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Ανθρώπινης Αναπαραγωγής & Εμβρυολογίας, το οποίο διεξάγεται στη Στοκχόλμη, ότι το 20% των κυήσεων επιπλέκονται από συμπτώματα αποβολής.
Από αυτές τις κυήσεις, ποσοστό έως 20% καταλήγουν τελικά σε αποβολή.
«Έως τώρα, όμως, δεν είχαμε τρόπο να προβλέπουμε ποιες επαπειλούμενες αποβολές θα έχουν τελικά ως επακόλουθο την απώλεια του μωρού, με συνέπεια να μην μπορούμε να επικεντρώσουμε τις προσπάθειες για διάσωση της κυήσεως σε εκείνες τις γυναίκες που όντως κινδύνευαν», εξήγησε.
«Αυτό είχε ως επακόλουθο, όλες οι έγκυοι με απειλητικά συμπτώματα να υποβάλλονται σε αχρείαστες και μερικές φορές επιζήμιες παρεμβάσεις, όπως οι αχρείαστες εξετάσεις αίματος και τα υπερηχογραφήματα, η νοσηλεία στο νοσοκομείο, η παραμονή στο κρεβάτι, η χαμηλή δόση ασπιρίνης και η υποκατάσταση προγεστερόνης».
Συνδυασμός εξετάσεων
Η κατάσταση ενδέχεται να αλλάξει, χάρη στις έρευνες της δρος Άνταμ και των συνεργατών της.
Μεταξύ 2009 και 2010, παρακολούθησαν 112 γυναίκες με συμπτώματα επαπειλούμενης αποβολής, οι οποίες όταν τα πρωτοεκδήλωσαν διήνυαν την 6η έως 10η εβδομάδα της κυήσεως.
Κάθε εθελόντρια συμμετείχε στην μελέτη επί 5 εβδομάδες, στη διάρκεια των οποίων υποβαλλόταν σε υπερηχογραφήματα, εβδομαδιαία καταγραφή του πόνου και της αιμορραγία, και εβδομαδιαία μέτρηση των επιπέδων δύο ορμονών στο αίμα της: της προγεστερόνης και της ανθρώπινης χοριακής γοναδοτροπίνης (hCG).
Άλλες από τις εθελόντριες τελικά απέβαλλαν, και άλλες όχι.
Αφού οι ερευνητές ανέλυσαν τα στοιχεία από τις πρώτες εγκύους που εντάχθηκαν στη μελέτη τους, κατέληξαν στο συμπέρασμα πως έξι παράγοντες ήταν αυτοί που επηρέαζαν περισσότερο τον κίνδυνο αποβολής: το ιστορικό υπογονιμότητας, τα επίπεδα των δύο ορμονών, το μήκος του εμβρύου, η σοβαρότητα