Οι έγκυοι δεν πρέπει να παίρνουν «κατάκαρδα» την καταληκτική ημερομηνία που τους έχει δώσει ο γιατρός τους για τον τοκετό και αυτό διότι, όπως δείχνει μια νέα μελέτη, ο χρόνος που το έμβρυο περνά συνολικά στη μήτρα μπορεί να διαφέρει ως και κατά πέντε εβδομάδες μεταξύ διαφορετικών εγκύων.
Από την πρώτη μελέτη του είδους της, η οποία μέτρησε αναλυτικά τον χρόνο παραμονής των εμβρύων στη μήτρα, προέκυψε αυτό που πολλές μέλλουσες μαμάδες ακούνε από τις… έμπειρες: Το μωρό θα έρθει όταν είναι έτοιμο.
Συγκεκριμένα, η μελέτη που δημοσιεύθηκε στο επιστημονικό έντυπο «Human Reproduction» έδειξε ότι μόλις μία γυναίκα στις 20 γεννά κατά την υποτιθέμενη καταληκτική ημερομηνία τοκετού, η οποία ορίζεται στις 280 ημέρες ή στις 40 εβδομάδες μετά τη σύλληψη. Μάλιστα, σύμφωνα με τα στοιχεία που βασίστηκαν σε μελέτη 125 εγκύων, περίπου τα τρία τέταρτα των μωρών έρχονται στον κόσμο μέσα σε 10 ημέρες από την προτεινόμενη ημερομηνία.
Λίγο πάνω από τις 38 εβδομάδες η μέση διάρκεια της κύησης
Οσο για τη μέση διάρκεια της κύησης, αυτή ήταν λίγο παραπάνω από τις 38 εβδομάδες. Ωστόσο, η διάρκεια αυτή είχε μεγάλο εύρος που διέφερε ως και κατά 37 ημέρες μεταξύ γυναικών – αυτό σημαίνει ότι ο τοκετός έρχεται μεταξύ της 37ης και της 42ης εβδομάδας κυήσεως.
Οπως ανέφερε η δρ Αν Μαρί Τζούκικ, μεταδιδακτορική ερευνήτρια στο Τμήμα Επιδημιολογίας του Εθνικού Ινστιτούτου Επιστημών Περιβαλλοντικής Υγείας των ΗΠΑ που συμμετείχε στη μελέτη: «Ανακαλύψαμε ότι η μέση χρονική διάρκεια από την τελευταία ωορρηξία της γυναίκας ως και τη γέννηση του παιδιού της είναι 268 ημέρες, δηλαδή 38 εβδομάδες και δύο ημέρες. Η διάρκεια της εγκυμοσύνης μεταξύ γυναικών διέφερε ως και κατά 37 ημέρες. Εκπλαγήκαμε λίγο από αυτό το εύρημα».
Η ερευνήτρια συμπλήρωσε ότι «γνωρίζαμε ήδη πως η διάρκεια της εγκυμοσύνης διαφέρει μεταξύ γυναικών, αλλά ένα μέρος αυτής της διαφοράς αποδιδόταν πάντα στα λάθη που γίνονται σε ό,τι αφορά την καταγραφή της ημερομηνίας σύλληψης. Οι δικές μας μετρήσεις δεν περιλαμβάνουν αυτού του είδους τις πηγές λαθών και όμως, παρά ταύτα, υπάρχει διαφοροποίηση που φθάνει τις πέντε εβδομάδες. Είναι αξιοσημείωτο».
Οι ερευνητές ήταν σε θέση να προσδιορίσουν επακριβώς τη χρονική στιγμή που η κάθε γυναίκα έμεινε έγκυος χρησιμοποιώντας στοιχεία που είχαν συλλεχθεί στο πλαίσιο μιας προηγούμενης μελέτης – σε εκείνη την περίπτωση λαμβάνονταν δείγματα ούρων των γυναικών σε καθημερινή βάση πριν από τη σύλληψη και έπειτα από αυτή. Στη νέα μελέτη οι ειδικοί από το αμερικανικό Εθνικό Ινστιτούτο Επιστημών Περιβαλλοντικής Υγείας παρακολούθησαν τις γυναίκες από τη στιγμή της σύλληψης ως και την ημέρα του τοκετού.
Οπως προέκυψε, το 4% των γυναικών γέννησε ακριβώς στις 280 ημέρες εγκυμοσύνης, ενώ το 70% μέσα σε 10 ημέρες από την υποτιθέμενη καταληκτική ημερομηνία γέννας. Οι μεγαλύτερες σε ηλικία γυναίκες γέννησαν κατά μέσο όρο αργότερα από την υποτιθέμενη ημερομηνία τοκετού, ενώ όσες από τις ίδιες είχαν παραπάνω κιλά όταν γεννήθηκαν έτειναν επίσης να γεννούν αργότερα.
Από την αρχή καθορίζεται ο τοκετός
Στη μελέτη σημειώνεται ότι «η διάρκεια της εγκυμοσύνης διαφέρει σημαντικά μεταξύ υγιών εγκύων, ακόμη και όταν έχει γίνει ακριβής μέτρηση της τελευταίας ωορρηξίας πριν από τη σύλληψη. Ανακαλύψαμε επίσης ότι γεγονότα που λαμβάνουν χώρα μέσα στις δύο πρώτες εβδομάδες από τη σύλληψη προβλέπουν σε μεγάλο βαθμό τη συνολική διάρκεια της εγκυμοσύνης, γεγονός που μαρτυρεί ότι η πορεία για τον χρόνο του τοκετού τίθεται νωρίς στη διάρκεια της κύησης».
Καταλήγοντας, η δρ Τζούκικ τόνισε πως τα νέα ευρήματα δείχνουν ότι η φυσική διακύμανση του χρόνου του τοκετού είναι μεγαλύτερη απ’ ό,τι πιστεύαμε, γεγονός που πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τους οι γιατροί προτού αποφασίσουν αν θα παρέμβουν για να προκαλέσουν τοκετό σε μια έγκυο.
[Πηγή helioskiosk.gr]