Τα σεξουαλικώς μεταδιδόμενα νοσήματα κατά την εγκυμοσύνη συνδέονται με αυξημένο κίνδυνο προώρου τοκετού, σύμφωνα με τα αποτελέσματα μίας νέας μελέτης παρατήρησης.
Η έρευνα δημοσιεύτηκε στο επιστημονικό περιοδικό JAMA Network Open και εξέτασε συνολικά 14 εκατομμύρια εγκύους.
Όπως διαπίστωσε:
– η διάγνωση σύφιλης συνδέεται με 17% αυξημένο κίνδυνο προώρου τοκετού,
-η γονόρροια με 11% αυξημένο κίνδυνο και,
-τα χλαμύδια με 3% αυξημένο κίνδυνο.
Σχεδόν το 10% του συνόλου των τοκετών στην έρευνα ήταν πρόωροι, γεγονός που προκαλεί ανησυχία καθώς τα ποσοστά της παραπάνω επιπλοκής παρουσιάζουν αύξηση τα τελευταία χρόνια.
Οι περισσότερες έρευνες μέχρι σήμερα δεν είχαν εξετάσει ειδικά τη σύνδεση ανάμεσα στα σεξουαλικώς μεταδιδόμενα νοσήματα και τον κίνδυνο προώρου τοκετού.
Οι επιστήμονες της παρούσας μελέτης εξέτασαν πιστοποιητικά γέννησης από 14.373.023 εγκύους από το 2016 μέχρι το 2019.
Προκειμένου μία γυναίκα να περιληφθεί στη μελέτη θα έπρεπε να έχει τουλάχιστον 1 τοκετό και να υπήρχαν δεδομένα σχετικά με την εβδομάδα της κύησης που γέννησε.
-Η μέση ηλικία των γυναικών που εξετάστηκαν ήταν τα 29 έτη,
-το 51% ήταν καυκάσιες ενώ ,
-το 24% ήταν ισπανόφωνες.
-Το 3.3% των γυναικών είχαν ιστορικό προώρου τοκετού,
-το 58.3% δεν είχαν ιστορικό, ενώ,
-για το 38% ήταν ο πρώτος τοκετός
-Για τις υπόλοιπες δεν υπήρχαν δεδομένα.
-Περίπου το 2% των γυναικών είχαν χλαμύδια,
-το 0.3% είχαν γονόρροια, ενώ ,
-το 0.1% είχε σύφιλη.
Τα ποσοστά και των τριών παραπάνω σεξουαλικώς μεταδιδόμενων νοσημάτων ήταν υψηλότερα:
-στις γυναίκες κάτω των 25 ετών,
-στις γυναίκες με χαμηλό επίπεδο εκπαίδευσης,
-στις καπνίστριες και,
-στις γυναίκες που δεν είχαν παντρευτεί.
-Το 8% του συνόλου των τοκετών ήταν πρόωροι,
–με τα ποσοστά προώρου τοκετού να είναι 13% στις γυναίκες με σύφιλη,
–12% στις γυναίκες με γονόρροια και,
-10% για τις γυναίκες με χλαμύδια.
Σε ένα άρθρο που συνόδευσε τα αποτελέσματα της έρευνας, οι Emily Adhikari, MD και Scott Roberts, MD, MS από το Πανεπιστήμιο του Τέξας, ανέδειξαν ένα σημαντικό περιορισμό της έρευνας και συγκεκριμένα το γεγονός ότι βασίστηκε σε δεδομένα παρατήρησης.
«Όταν χρησιμοποιούμε αποκλειστικά δεδομένα παρατήρησης τότε είναι σχεδόν αναπόφευκτο ότι θα καταλήξουμε σε αντικρουόμενα αποτελέσματα.
Αν και το δείγμα που εξέτασε η έρευνα ήταν αρκετά μεγάλο, στην πραγματικότητα ο τρόπος που διεξήχθη η μελέτη δεν μπορεί να αποδείξει σχέση αιτίας-αποτελέσματος ανάμεσα στα σεξουαλικώς μεταδιδόμενα νοσήματα και τον πρόωρο τοκετό», αναφέρουν οι επιστήμονες στο παραπάνω άρθρο.
Όπως τόνισαν, ιδανικά θα πρέπει να γίνουν τυχαιοποιημένες ελεγχόμενες μελέτες προκειμένου να διαπιστώσουμε αν η σύφιλη, η γονόρροια και τα χλαμύδια μπορεί να αυξήσουν τον κίνδυνο προώρου τοκετού.
Ωστόσο παραδέχτηκαν ότι είναι δύσκολο να γίνουν μελέτες αυτού του είδους, επομένως προς το παρόν θα πρέπει να βασιστούμε στα διαθέσιμα δεδομένα.
Ένας άλλος περιορισμός της παρούσας ανάλυσης ήταν το γεγονός ότι δεν είχε δεδομένα για τις θεραπείες που λάμβαναν οι γυναίκες για τα σεξουαλικώς μεταδιδόμενα νοσήματα.
Επιπλέον, οι επιστήμονες δεν έκαναν διαχωρισμό για τα είδη του προώρου τοκετού.
«Ακόμα δεν έχουμε κατανοήσει πλήρως μέσω ποιου μηχανισμού τα σεξουαλικώς μεταδιδόμενα νοσήματα αυξάνουν τον κίνδυνο προώρου τοκετού και πόσο αποτελεσματικές είναι οι θεραπείες των ΣΜΝ στην πρόληψη της παραπάνω επιπλοκής.
Αν δεν γνωρίζουμε τι θεραπείες έπαιρναν οι γυναίκες που γέννησαν πρόωρα, δεν είναι δυνατό να χρησιμοποιήσουμε τα αποτελέσματα της παρούσας μελέτης για να ξεκινήσουμε κλινικές μελέτες», καταλήγει το άρθρο.