Η κολπίτιδα είναι η φλεγμονή του κόλπου και ταλαιπωρεί μεγάλο ποσοστό γυναικών αναπαραγωγικής ηλικίας.
Η φλεγμονή αυτή, συνήθως, συνοδεύεται από αίσθηση καύσου, τσούξιμο και ερεθισμό και σε πιο σοβαρές περιπτώσεις, πόνο.
Τα συμπτώματα μπορεί να αφορούν εσωτερικά τον κόλπο, είτε να επεκταθούν και εξωτερικά (αιδοιοκολπίτιδα).
Μέσα στον κόλπο, ζουν συμβιωτικά διάφορα είδη μικροβίων και μυκήτων, τα οποία δημιουργούν το λεγόμενο κολπικό μικροβίωμα και παίζουν σημαντικό ρόλο στη διατήρηση της υγείας του κόλπου.
Κάποια από τα ζωτικά τους καθήκοντα είναι η διατήρηση του όξινου περιβάλλοντος (χαμηλό pH) με σκοπό την αποτροπή των λοιμώξεων, και η παραγωγή μικρών ποσοτήτων εκκρίσεων, οι οποίες διατηρούν τον κόλπο καθαρό.
Όταν διαταράσσεται η λεπτή ισορροπία των μικροβιακών πληθυσμών, μια κατάσταση που ονομάζεται δυσβίωση, η περιοχή γίνεται ευάλωτη στην εγκατάσταση παθογόνων βακτηρίων και μυκήτων.
Μολυσματικές Κολπίτιδες
Αιτία των μολυσματικών τύπων κολπίτιδας είναι είτε η ανάπτυξη βακτηρίων ή μυκήτων σε παθολογικά επίπεδα, είτε μια σεξουαλικά μεταδιδόμενη λοίμωξη.
Η βακτηριακή κολπίτιδα, αποτελεί ένα από τα συχνότερα αίτια φλεγμονής του κόλπου και προκαλείται λόγω υπερανάπτυξης αερόβιων ή αναερόβιων βακτηρίων, όπως:
-διάφορα είδη στρεπτόκοκκου,
-σταφυλόκοκκου, ή,
-Gardnerella vaginalis.
Δεν θεωρείται σεξουαλικώς μεταδιδόμενο νόσημα.
Τα συμπτώματα της βακτηριακής κολπίτιδας περιλαμβάνουν:
-λευκές, γκρι ή πράσινες κολπικές εκκρίσεις,
-φαγούρα,
-κάψιμο και,
-έντονη μυρωδιά που θυμίζει ψάρι.
Σε αρκετές περιπτώσεις η βακτηριακή κολπίτιδα δεν έχει συμπτώματα ενώ σε άλλες περιπτώσεις μπορεί να θεραπευτεί από μόνη της.
Ανάλογα με τη σοβαρότητα της λοίμωξης μπορεί να χρειαστεί φαρμακευτική αγωγή.
Η λοίμωξη από τον μύκητα Candida (καντιντίαση) οφείλεται στην υπερανάπτυξη μυκήτων του γένους Candida.
Το πιο συνηθισμένο είδος είναι η Candida albicans (Κάντιντα η λευκάζουσα) που μπορεί να βρίσκεται φυσιολογικά σε πολύ μικρές συγκεντρώσεις στον κόλπο.
Το κύριο σύμπτωμα είναι:
-έντονος κνησμός σε συνδυασμό με,
-παχιές, άοσμες, λευκές εκκρίσεις.
Οι περισσότερες λοιμώξεις από Candida υποχωρούν γρήγορα μετά από χορήγηση αντιμυκητιασικών φαρμάκων.
Πιο επιρρεπείς σε μολύνσεις από μύκητες είναι γυναίκες:
-που πάσχουν από διαβήτη,
-έχουν εξασθενημένο ανοσοποιητικό σύστημα,
-παίρνουν αντιβιοτικά και,
-κατά τη διάρκεια της κύησης.
Τα χλαμύδια είναι μέλη της οικογένειας Chlamydiaceae και αποτελούν την πιο κοινή σεξουαλικώς μεταδιδόμενη νόσο (ΣΜΝ) σε γυναίκες ηλικίας 18 ως 35.
Η θεραπεία γίνεται με χορήγηση των κατάλληλων αντιβιοτικών.
Η γονόρροια προκαλείται από το βακτήριο N. gonorrhoeae και αποτελεί επίσης μια συχνή σεξουαλικώς μεταδιδόμενη λοίμωξη, η οποία μπορεί να συνυπάρχει με λοίμωξη από χλαμύδια.
Η τριχομονίαση ή τριχομονάδωση , προκαλείται από ένα παράσιτο αόρατο με γυμνό μάτι που ονομάζεται Trichomonas vaginalis.
-Περίπου το 70% των μολυσμένων γυναικών και ανδρών δεν παρουσιάζουν κανένα σύμπτωμα.
Εάν μια γυναίκα παρουσιάσει συμπτώματα, αυτά μπορεί να περιλαμβάνουν:
-έντονη δυσφορία στην περιοχή του κόλπου και,
-κιτρινοπράσινες εκκρίσεις με έντονη μυρωδιά.
Η τριχομονάδωση θεραπεύεται με χορήγηση των κατάλληλων φαρμάκων.
Οι άνδρες με τριχομονάδες μπορεί να εμφανίσουν:
-εκκρίσεις,
-ερυθρότητα και,
-δυσφορία.
Η ιογενής κολπίτιδα είναι φλεγμονή που προκαλείται από ιούς, όπως ο ιός του απλού έρπητα (HSV) ή ο ιός των ανθρώπινων θηλωμάτων (HPV).
Είναι σεξουαλικώς μεταδιδόμενοι και προκαλούν:
-έλκη ή,
-κονδυλώματα στα γεννητικά όργανα, που συχνά είναι επώδυνα.
Μη-Μολυσματικές Κολπίτιδες
Οι μη μολυσματικές αιτίες της κολπίτιδας περιλαμβάνουν μειωμένα επίπεδα οιστρογόνων ή έκθεση σε ερεθιστικές χημικές ουσίες.
Ατροφική κολπίτιδα:
Σε διάφορα στάδια της ζωής μιας γυναίκας, όπως κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης ή του θηλασμού, τα επίπεδα των οιστρογόνων κυμαίνονται.
Η μείωση των οιστρογόνων συμβαίνει φυσιολογικά κατά την εμμηνόπαυση – το στάδιο κατά το οποίο η γυναίκα σταματά να έχει έμμηνο κύκλο – και συνεχίζεται και μετά την εμμηνόπαυση, όταν τα επίπεδα οιστρογόνων παραμένουν μόνιμα χαμηλά.
Τα οιστρογόνα συμβάλουν στη διατήρηση υγειών κολπικών τοιχωμάτων και συμμετέχουν στη φυσική λίπανση του κόλπου.
Καθώς οι ορμόνες μειώνονται, ο κολπικός βλεννογόνιος ιστός γίνεται πιο ξηρός και λεπτός.
Τα συμπτώματα της ατροφικής κολπίτιδας, συνήθως, αναπτύσσονται αργά με την πάροδο του χρόνου και περιλαμβάνουν:
-πόνο κατά τη διάρκεια της σεξουαλικής επαφής,
-κολπική ξηρότητα και,
-κάψιμο κατά την ούρηση.
Ανάλογα με τη σοβαρότητα της κατάστασης, η χορήγηση χαμηλής δόσης οιστρογόνων σε διάφορες μορφές (κρέμα, από το στόμα, κλπ.) μπορεί να βοηθήσει στην υποχώρηση των συμπτωμάτων.
Μη μολυσματική κολπίτιδα: Προκαλείται από αλλεργική αντίδραση σε σαπούνι ή κάποιο άλλο προϊόν, από αυτά που χρησιμοποιούνται για κολπικές πλύσεις.
Επιπλέον, μη μολυσματική κολπίτιδα μπορεί να προκληθεί από απορρυπαντικά, μαλακτικά ρούχων, κολπικά σπρέι και σαπούνια που περιέχουν άρωμα.
Πρόληψη της κολπίτιδας
Η περιοχή των γεννητικών οργάνων πρέπει να διατηρείται καθαρή και στεγνή.
Συνιστάται η αποφυγή κολπικών σπρέι και αρωματικών σαπουνιών.
Επίσης, είναι σημαντικό να αποφεύγονται οι κολπικές πλύσεις, καθώς μπορεί να προκαλέσουν ερεθισμό, ή μπορεί να κρύψουν και να διασπείρουν μια υποκείμενη λοίμωξη.
Ακόμα, απομακρύνουν τα φιλικά βακτήρια του κόλπου (π.χ. γαλακτοβάκιλλοι), τα οποία προάγουν τον φυσικό καθαρισμό, γεγονός που οδηγεί στη διαταραχή της ισορροπίας του κολπικού μικροβιώματος.
Τέλος, η αποφυγή ρούχων που συγκρατούν θερμότητα και υγρασία, είναι πολύ σημαντικό μέτρο για την πρόληψη της κολπίτιδας.
-Τα νάιλον εσώρουχα,
-τα στενά τζιν,
-τα αθλητικά σορτς,
-τα κολάν και,
-τα καλσόν χωρίς βαμβακερό πάνελ μπορεί να οδηγήσουν σε μόλυνση από μύκητες.
Η χρήση προφυλακτικού είναι ο καλύτερος τρόπος για να αποτραπεί η μετάδοση λοιμώξεων μεταξύ των συντρόφων.
Είναι σημαντικό η κάθε γυναίκα να κάνει έναν πλήρη γυναικολογικό έλεγχο τουλάχιστον μια φορά το χρόνο.