Αποστασιοποίηση από τα ιατρεία και τους προληπτικούς ιατρικούς ελέγχους έχει επιφέρει η πανδημία COVID-19, με τους ειδικούς να εκτιμούν ότι το τίμημα για τη δημόσια υγεία θα είναι βαρύ στο μέλλον.
Ο φόβος του νέου κορωνοϊού αποτελεί ανασταλτικό παράγοντα για την πρόληψη από άλλα νοσήματα, με πολλές γυναίκες –στο πλαίσιο μιας τάσης ανεξαρτήτως φύλου- να αποφεύγουν να προσέλθουν στα ιατρεία προκειμένου να υποβληθούν στον γυναικολογικό έλεγχο ρουτίνας ή ακόμα και σε προγραμματισμένες εξετάσεις.
Μελέτη που δημοσιεύτηκε τον Δεκέμβριο του 2020, στο επιστημονικό περιοδικό «National Medical Association» των ΗΠΑ, καταδεικνύει ότι οι επισκέψεις στα νοσοκομεία ή στα ιατρεία που έχουν σχέση με πρόληψη ορισμένων μορφών καρκίνου (π.χ. μαστού, μήτρας, παχέος εντέρου κ.ά.) έχουν ελαττωθεί σημαντικά.
Παράλληλα, οι επισκέψεις στο νοσοκομείο ή στο ιατρείο για παρακολούθηση και θεραπεία άλλων χρόνιων νοσημάτων και προφυλακτικούς εμβολιασμούς έχουν μειωθεί σε ποσοστό μεγαλύτερο του 50%.
Δεδομένου ότι η έγκαιρη διάγνωση και θεραπεία αποτελούν κρίσιμο παράγοντα για την πρόγνωση των ασθενών αλλά και για την ποιότητα της ζωής τους σε ηπιότερα προβλήματα, ο προληπτικός έλεγχος είναι αναγκαίος αλλά και ασφαλής, ακόμα και σε συνθήκες πανδημίας.
«Δεν υπάρχει λόγος οι γυναίκες να αμελούν τον γυναικολογικό και οποιονδήποτε άλλο ιατρικό έλεγχο εφόσον επιτρέπεται η λειτουργεία των ιατρείων και των πρωτοβάθμιων δομών περίθαλψης.
Σε αντίθεση με την περσινή περίοδο του σκληρού lockdown, που διήρκησε από τα μέσα Μαρτίου έως τα μέσα Απριλίου, όταν ήταν επιβεβλημένο στους ιατρούς και τα ιατρεία να λειτουργούν μόνο στη βάση των επειγόντων περιστατικών ή στην παρακολούθηση της εγκυμοσύνης, εδώ και περίπου έναν χρόνο τα ιατρεία λειτουργούν κανονικά.
Να μην φοβούνται οι ασθενείς να προσέλθουν στα ιατρεία
Που σημαίνει ότι εφόσον τηρούνται οι προδιαγραφές ασφαλείας που έχουν ορίσει οι αρμόδιοι διεθνείς και εθνικοί φορείς -όπως ο μέγιστος αριθμός ασθενών, οι απολυμάνσεις των χώρων, ο επαρκής αερισμός τους κ.ο.κ.- οι ασθενείς δεν θα πρέπει να φοβούνται να προσέλθουν στα ιατρεία και στις πρωτοβάθμιες δομές περίθαλψης προκειμένου να κάνουν τις προληπτικές -και όχι μόνο- εξετάσεις τους. Πόσο μάλλον όταν και αυτές απ’ την πλευρά τους τηρούν τα προφυλακτικά μέτρα, όπως η χρήση μάσκας και η απολύμανση», αναφέρει ο δρ Χάρης Χ. Χηνιάδης, Μαιευτήρας-Χειρουργός Γυναικολόγος με εξειδίκευση στην Εξωσωματική Γονιμοποίηση και τη Λαπαροσκοπική Χειρουργική, συνεργάτης στη Μονάδα Υποβοηθούμενης Αναπαραγωγής και μέλος του Δ.Σ. του Μαιευτηρίου «ΜΗΤΕΡΑ».
Οι εξετάσεις που δεν πρέπει να αμελούνται
Τεστ ΠΑΠ: Αρχικά οι γυναίκες δεν πρέπει να αμελούν τον ετήσιο γυναικολογικό έλεγχό τους με τεστ Παπανικολάου (ΠΑΠ) ), καθώς η καθυστέρηση για μία περίοδο μεγαλύτερη του ενός έτους, που διαρκεί η πανδημία, αν και όχι πολύ συχνά, μπορεί να έχει μεγάλο κόστος για την υγεία.
Μετά τη διενέργεια του ΠΑΠ, εφόσον είναι αναγκαίο βάσει των αποτελεσμάτων και της σύστασης του γιατρού, ενδέχεται να χρειαστεί είτε επανάληψη του τεστ, είτε περαιτέρω έλεγχος, π.χ. με κολποσκόπηση ή βιοψία του τραχήλου, ή ακόμα και να υποβληθούν σε θεραπεία με κωνοειδή εκτομή, εάν κρίνεται απαραίτητο.
«Σε περίπτωση που μία προκαρκινική αλλοίωση του τραχήλου καθυστερήσει να διαγνωστεί για μεγάλο χρονικό διάστημα, εγκυμονεί κινδύνους.
Δεν είναι ο κανόνας, γιατί το 88% των αλλοιώσεων υποχωρούν χωρίς καμία παρέμβαση μέσα σε έξι μήνες με έναν χρόνο.
Όμως ένα 12% μπορεί να επιδεινωθεί και ενδεχομένως να εξελιχθεί σε κακοήθεια.
Δεν γνωρίζουμε εκ των προτέρων ποιες ασθενείς κινδυνεύουν να αναπτύξουν καρκίνο, γι’ αυτό και μία γυναίκα που αμελεί τις εξετάσεις της θα πρέπει να γνωρίζει ότι δεν είναι απίθανο να βρίσκεται μέσα σε αυτό το ποσοστό», εξηγεί ο δρ Χηνιάδης.
Υπέρηχος: Απαραίτητος είναι επίσης ο ετήσιος (ή και πιο συχνός όταν κρίνεται αναγκαίο) έλεγχος με τον κλασικό υπέρηχο μήτρας-ωοθηκών. Εφόσον βρεθεί μία παθολογία ή μια ένδειξη που υποδηλώνει ότι πρέπει να γίνει επανέλεγχος, δεν θα πρέπει οι γυναίκες να το αμελήσουν εξαιτίας του φόβου τους.
Με τον υπέρηχο μπορεί να εντοπιστούν ήπια παθολογικά ευρήματα που απαιτούν παρακολούθηση ή αντιμετώπιση, αλλά και πολύ σοβαρά προβλήματα που χρήζουν άμεσης θεραπείας.
Άλλες εξετάσεις: Εκτός από τον έλεγχο ρουτίνας, απαραίτητη είναι η επίσκεψη στον γυναικολόγο και σε περίπτωση που η γυναίκα αντιμετωπίζει προβλήματα όπως:
-αιμορραγίες,
-έντονο πόνο,
-κολπικά υγρά
και άλλα συμπτώματα, τα οποία κυρίως σχετίζονται με τον κόλπο.
Αυτές οι εκδηλώσεις θα πρέπει να διερευνηθούν, να διαγνωστούν και να αντιμετωπιστούν, καθώς πέραν του ότι υποβαθμίζουν την ποιότητα ζωής, ενδέχεται και να υποδηλώνουν υποκείμενες παθολογικές καταστάσεις, οι οποίες μπορεί να επιδεινωθούν με την πάροδο του χρόνου, ή ακόμα και να οδηγήσουν σε επιπλοκές.
Έλεγχος μαστού: Η μαστογραφία αναφοράς στα 35 και η ετήσια μαστογραφία μετά τα 40 δεν θα πρέπει να αναβάλλεται, όπως επίσης και ο υπέρηχος μαστού, εάν υπάρχει σχετική ιατρική σύσταση.
Σε περίπτωση ατομικού ή οικογενειακού ιστορικού της νόσου, ο έλεγχος θα πρέπει να γίνεται ανάλογα με τις οδηγίες του θεράποντος ιατρού.
Η έγκαιρη διάγνωση στον καρκίνο του μαστού είναι καθοριστικής σημασίας, δεδομένου ότι εάν εντοπιστεί σε αρχικό στάδιο και χορηγηθεί η ενδεδειγμένη θεραπεία, είναι εφικτή η πλήρης ίαση της νόσου.
Κατά συνέπεια, ο ένας χρόνος μπορεί να είναι πολύ σημαντικός, γι’ αυτό άλλωστε και έχει οριστεί ως όριο για την επανάληψη της μαστογραφίας.
Χειρουργικές επεμβάσεις: Εφόσον υπάρξει ανάγκη για χειρουργική επέμβαση, εντός του πλαισίου που έχουν θέσει οι αρμόδιοι υγειονομικοί φορείς και πάντα κατόπιν τεστ που επιβάλλεται για την είσοδο σε νοσηλευτικά ιδρύματα, η γυναίκα μπορεί να απευθυνθεί στα non COVID-19 νοσοκομεία και να υποβληθεί στην επέμβαση.
Σε περίπτωση που πάσχει από COVID-19, αν το περιστατικό δεν επιτρέπει καθυστέρηση (π.χ. τοκετός), τότε θα πρέπει να διενεργηθεί σε δομές για COVID-19, όπως είναι για παράδειγμα το Αττικό Νοσοκομείο για γυναικολογικά περιστατικά.
Εάν δεν είναι αναγκαία η επέμβαση μέσα στο επόμενο 15μερο, τότε μπορεί η γυναίκα να περιμένει και να την κάνει σε ένα νοσοκομείο ή σε μία κανονική γυναικολογική κλινική μεταγενέστερα.
«Οι γυναίκες δεν πρέπει να παραμελούν την προσωπική τους υγεία, επειδή φοβούνται να επισκεφθούν ιατρεία και δομές που είναι απαραίτητες για τη διάγνωση την παρακολούθηση, και τη θεραπεία ιατρικών καταστάσεων. Αντιθέτως, εφόσον πλέον έχουν μάθει να ζουν με τον ιό εδώ και περισσότερο από έναν χρόνο, θα πρέπει να προσέρχονται σε αυτές αναζητώντας τα υψηλότερα δυνατά στάνταρ ασφαλείας», επισημαίνει ο δρ Χηνιάδης.
Πρόληψη προβλημάτων αναπαραγωγής
Η ολοκλήρωση της οικογένειας σε νεαρή ηλικία αποτελεί άλλο ένα είδος πρόληψης, καθώς συλλαμβάνοντας και τεκνοποιώντας νωρίς, αποφεύγονται δυσκολίες στη γονιμοποίηση και την τεκνοποίηση σε μεγαλύτερες ηλικίες, δηλαδή από 35 ετών και άνω.
Είναι ενδεικτικό ότι η καθυστέρηση της τεκνοποίησης κατά την περίοδο της οικονομικής κρίσης στην Ελλάδα, λόγω των οικονομικών δυσκολιών, οδήγησαν στη συνέχεια τα ζευγάρια στη λύση της εξωσωματικής γονιμοποίησης, αφού στο μεταξύ είχε χαθεί πολύτιμος χρόνος.
Το ίδιο συνέβη, σε παγκόσμιο επίπεδο αλλά και στην Ελλάδα, κατά το πρώτο τρίμηνο της πανδημίας, ωστόσο η παρούσα κατάσταση δείχνει σημάδια αντιστροφής.
«Ξεκινώντας από τον Σεπτέμβριο προς Οκτώβριο, φαίνεται ότι αυτή τη στιγμή στην Ελλάδα έχουμε μία ανάκαμψη της καμπύλης που αποτυπώνει τα θετικά τεστ.
Ωστόσο, οι γυναικολόγοι έχουμε τη δυνατότητα να βλέπουμε περίπου 8 μήνες μπροστά όσον αφορά στο πώς θα κινηθούν οι πιθανές γεννήσεις και φέτος αναμένεται να έχουν αυξηθεί.
Άρα πρόληψη δεν είναι μόνο το να κάνει μία γυναίκα τεστ ΠΑΠ αλλά και το να κάνει παιδιά νωρίς, έτσι ώστε να αποφύγει δυσκολίες στη σύλληψη μεταγενέστερα», καταλήγει ο δρ Χηνιάδης.