Η ικανότητα να μιλάμε περισσότερες από μία γλώσσα μπορεί να έχει ποικίλες ευεργετικές συνέπειες στον εγκέφαλό μας, βελτιώνοντας γνωστικές ικανότητες, άσχετες με τη γλώσσα, και συντελώντας στην άμυνα του οργανισμού κατά ασθενειών όπως η γεροντική άνοια.
Αυτή η νέα αντίληψη περί πολυγλωσσίας έρχεται να αναιρέσει την κατανόηση που είχαμε κατά το μεγαλύτερο μέρος του 20ού αιώνα, οπότε η γνώση έστω και δεύτερης γλώσσας θεωρούνταν παρεμβολή στις γνωστικές λειτουργίες ενός παιδιού και εμπόδιο την ακαδημαϊκή και πνευματική του πρόοδο.
Η δεύτερη γλώσσα όντως λειτουργεί ως παρεμβολή, καθώς τα δύο γλωσσικά συστήματα είναι «ενεργά» ταυτόχρονα ενόσω μιλάμε, έστω κι αν χρησιμοποιούμε μόνον μία γλώσσα. Πρόσφατες μελέτες όμως υποδεικνύουν ότι στην πραγματικότητα η διγλωσσία περισσότερο βοηθά παρά υποσκάπτει την ανάπτυξη των παιδιών, καθώς υποχρεώνει τον εγκέφαλο να «γυμνάζεται» προκειμένου να επιλύσει αυτή την εσωτερική σύγκρουση.
Σύμφωνα με μία μελέτη του 2004, δίγλωσσα παιδιά προσχολικής ηλικίας αποδείχθηκαν ικανότερα στην επίλυση προβλημάτων προσαρμοστικής λογικής από μονόγλωσσους συνομηλίκους τους. Τα συμπεράσματα άλλων, παρόμοιων μελετών, δείχνουν ότι οι εγκέφαλοι δίγλωσσων ή πολύγλωσσων παιδιών έχουν την ικανότητα να εγκλιματίζονται συντομότερα σε αλλαγές και να εκτελούν ταχύτερα και καλύτερα διάφορες σύνθετες λειτουργίες, όπως ο προσχεδιασμός και η επίλυση προβλημάτων.
Μέχρι πρόσφατα, υποθέταμε ότι τα συγκριτικά πλεονεκτήματα των δίγλωσσων οφείλονταν στην ικανότητά τους να απομονώνουν δεδομένα λόγω της εξάσκησής τους στο να μπλοκάρουν τη δεύτερη γλώσσα. Τελευταία όμως, οι εντυπωσιακές επιδόσεις δίγλωσσων σε ασκήσεις που δεν απαιτούν τέτοια παρεμπόδιση έχουν σημάνει μία στροφή στην εκτίμηση των επιστημόνων, που πλέον αποδίδουν σε δίγλωσσους ανώτερη ικανότητα παρακολούθησης του περιβάλλοντός τους, προσόν που απορρέει από την ανάγκη να «παρακολουθούν» τη συχνή αλλαγή γλώσσας που χρησιμοποιούν.
Σύμφωνα με μία μελέτη που οργανώθηκε από το Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια, υπερήλικες με μετρημένα ανεπτυγμένη διγλωσσία αποδείχθηκαν καλύτερα ανθιστάμενοι σε ασθένειες όπως το Αλτσχάιμερ και η άνοια, συγκριτικά με ηλικιωμένους με υποδεέστερη κατανόηση δεύτερης γλώσσας, μειώνοντας την πιθανότητα να νοσήσουν και καθυστερώντας την εμφάνιση της πάθησης.