Οι κάτοικοι οι οποίοι ζουν κοντά στο μεγάλα αστικά κέντρα κινδυνέουν να υποστούν εγκεφαλικό επεισόδιο ή να χάσουν πρόωρα την μνήμη τους εξαιτίας της ατμοσφαιρικής ρύπανσης, ακόμα και όταν τα επίπεδα θεωρούνται ασφαλή από τις δημόσιες αρχές, τονίζουν αμερικανοί επιστήμονες.
Η πρώτη μελέτη, με επικεφαλής τον καθηγητή Γρέγκορι Γουελένιους του πανεπιστημίου Μπράουν και τον καθηγητή Μάρεϊ Μίτλμαν της Ιατρικής Σχολής του πανεπιστημίου Χάρβαρντ, διαπίστωσε ότι υπάρχει αυξημένος κίνδυνος εγκεφαλικού τις μέρες που η ατμόσφαιρα σε μια πόλη (εν προκειμένω στη Βοστώνη) επιβαρύνεται λόγω ρύπανσης εξαιτίας του κυκλοφοριακού, σε σχέση με τις μέρες που η ποιότητα του αέρα είναι καλύτερη. Σε αυτή τη μελέτη συμμετείχε και ο ελληνικής καταγωγής καθηγητής περιβαλλοντικής υγείας της Σχολής Δημόσιας Υγείας του Χάρβαρντ, Πέτρος Κουτράκης, ο οποίος είχε αποφοιτήσει από το πανεπιστήμιο Πατρών το 1980.
Η δεύτερη μελέτη, με επικεφαλής την καθηγήτρια Τζένιφερ Γουβ του Ιατρικού Κέντρου του πανεπιστημίου Ρας του Σικάγο, διαπίστωσε ότι, σε βάθος χρόνου, συμβαίνει ταχύτερη απώλεια νοητικών λειτουργιών και μνήμης στις γυναίκες που ζουν σε περιοχές με υψηλότερη ατμοσφαιρική ρύπανση, όπως π.χ. κοντά σε λεωφόρους με μεγάλη κυκλοφορία.
Η πρώτη έρευνα συσχέτισε τα περιστατικά περίπου 1.700 ανθρώπων, που είχαν πάθει εγκεφαλικό σε διάστημα μιας δεκαετίας, με την ποιότητα του αέρα και το επίπεδο της ρύπανσης, διαχρονικά. Έτσι, οι ερευνητές κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι ο κίνδυνος ισχαιμικού εγκεφαλικού ήταν κατά 34% αυξημένος επί 24 ώρες, μετά από τις μέρες όπου οι συνθήκες της ατμόσφαιρας από άποψη ρύπανσης είχαν χαρακτηριστεί «μέτριες», σε σχέση με τις μέρες που είχαν χαρακτηριστεί «καλές».
Ο αυξημένος κίνδυνος ήταν πιο αισθητός κατά τις πρώτες 12 έως 14 ώρες έκθεσης στην αυξημένη ατμοσφαιρική ρύπανση και σχετιζόταν κυρίως με την αύξηση του διοξειδίου του αζώτου και της αιθάλης, δύο κατ’ εξοχήν ρυπογόνων στοιχείων που σχετίζονται με τις εξατμίσεις των αυτοκινήτων.