Το χασμουρητό είναι περισσότερο «μεταδοτικό» μεταξύ των νέων παρά μεταξύ των ηλικιωμένων ατόμων, όπως δείχνει μεγάλη αμερικανική μελέτη που δημοσιεύθηκε στο επιστημονικό έντυπο PLoS One.
Αν και η έρευνα είναι από τις εκτενέστερες που έχει γίνει επί του θέματος, δυστυχώς αποτυγχάνει να λύσει το «μυστήριο» του μηχανισμού που κρύβεται πίσω από την μεταδοτικότητά του.
Οι ερευνητές, με επικεφαλής την επίκουρη καθηγήτρια Ελίζαμπεθ Σιρούλι της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Ντιουκ των ΗΠΑ, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό “PLoS One”, σύμφωνα με το BBC, δήλωσαν ότι η καλύτερη κατανόηση της βιολογίας που εμπλέκεται στο κολλητικό χασμουρητό, μπορεί τελικά να ρίξει περισσότερο φως σε νευροψυχικές παθήσεις όπως η σχιζοφρένεια και ο αυτισμός.
Οι άνθρωποι με αυτές τις παθήσεις, που τείνουν σε συναισθηματική αποστασιοποίηση και κοινωνική απομόνωση, ενώ χασμουριούνται συχνά αυθόρμητα, εκδηλώνουν πολύ λιγότερο κολλητικό χασμουρητό.
Ενώ το αυθόρμητο χασμουρητό συμβαίνει ήδη από την εμβρυϊκή ηλικία, το μεταδοτικό χασμουρητό αρχίζει να εμφανίζεται στην αρχή της παιδικής ηλικίας. Άγνωστο παραμένει γιατί μερικοί άνθρωποι είναι πιο επιρρεπείς στο φαινόμενο σε σχέση με άλλους.
Παρόλα αυτά, η ηλικία δεν μπορεί να εξηγήσει παρά σε πολύ μικρό βαθμό (μόλις 8%) το μυστήριο της συγκεκριμένης ψυχοβιολογικής αντίδρασης. Έτσι, πλέον οι επιστήμονες στρέφουν την προσοχή τους στο πιθανό γενετικό υπόβαθρο του «κολλητικού» χασμουρητού και κατά πόσο αυτή η τάση κληρονομείται.
Σύμφωνα με την Δρ Σιρούλι, «είναι πιθανό ότι αν βρούμε ένα γενετικό παράγοντα που κάνει τους ανθρώπους να ‘κολλάνε’ λιγότερο το χασμουρητό, πιθανώς αυτό το γονίδιο να σχετίζεται επίσης με τη σχιζοφρένεια ή τον αυτισμό».
Τέλος, η νέα μελέτη ίσως βοηθήσει τους επιστήμονες να κατανοήσουν καλύτερα τον μεταδοτικό χαρακτήρα του γέλιου και του βήχα.