Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, τα απαραίτητα αναλγητικά φάρμακα που χορηγούνται για την βραχυπρόθεσμη αντιμετώπιση επώδυνων καταστάσεων είναι τρία, η ασπιρίνη, η ιβουπροφαίνη και η παρακεταμόλη.
Και οι τρεις ουσίες θεωρούνται ασφαλείς για αυτό και αρκετά σκευάσματά τους κυκλοφορούν ως μη συνταγογραφούμενα (OTC). Δεκάδες μελέτες έρχονται να βεβαιώσουν την ασφάλεια αυτή σε περιβάλλον όμως κλινικά ελεγχόμενο. Ποιο είναι όμως το προφίλ ασφάλειάς των αναλγητικών και ποια η συχνότητα εμφάνισης παρενεργειών όταν αυτά χρησιμοποιούνται χωρίς ιατρική φροντίδα;
Το πιο πάνω ερώτημα έρχεται να απαντήσει μία μεγάλη τριπλή τυφλή πολυκεντρική μελέτη , η “PAIN study” τα αποτελέσματα της οποίας δημοσιεύτηκαν στο περιοδικό Pharmacoepidemiology and Drug Safety και η οποία εξέτασε εκτενώς την ασφάλεια και την ανοχή της ασπιρίνης, της ιβουπροφαίνης και της παρακεταμόλης. Στόχοι της μελέτης ήταν :
• Α) να προσδιοριστούν και να ποσοτικοποιηθούν οι παράγοντες που σχετίζονται με την εμφάνιση ανεπιθύμητων παρενεργειών σε χρήστες των αναλγητικών φαρμάκων και
• Β) να γίνει απευθείας σύγκριση των παραπάνω αναλγητικών από πλευράς ασφάλειας στη γενική πρακτική και,
• Γ) να εξεταστεί η επίδραση των τριών αναφερόμενων αναλγητικών στην εμφάνιση σημαντικών ανεπιθύμητων ενεργειών στην συγχορήγηση τους με άλλα φαρμακευτικά σκευάσματα (τύπο & αριθμό συγχορηγούμενου φαρμάκου).
Στη μελέτη συμμετείχαν 1108 γενικοί ιατροί και 8674 ενήλικες εκ των οποίων 2900 ελάμβαναν Ασπιρίνη 2886 ιβουπροφαίνη και 2888 παρακεταμόλη. Εξ αυτών 8233 (95%) τήρησαν το πρωτόκολλο της μελέτης και αξιολογήθηκαν.
Η δοσολογία ήταν εκείνη που προτείνεται για αυτοθεραπεία, δηλαδή, παρακεταμόλη και ασπιρίνη, έως 3g ημερησίως και ιβουπροφαίνη έως 1.2 g ημερησίως. Η διάρκεια της αξιολόγησης/θεραπείας δεν ξεπερνούσε τις 7 ημέρες οι δε ενδείξεις αφορούσαν κοινές επώδυνες καταστάσεις όπως μυοσκελετικό άλγος ή οσφυαλγία (48%), πονόλαιμο, κοινό κρυολόγημα και γρίπη (31%) κτλ.
Καταγράφθηκε η συχνότητα εμφάνισης κάθε ανεπιθύμητης ενέργειας από τα τρία εξεταζόμενα αναλγητικά και δόθηκε έμφαση σε εκείνες που οδηγούν σε διακοπή της θεραπείας ή σε επίσκεψη σε ιατρό.
Η μελέτη έδειξε ότι ανάμεσα τις παραπάνω ουσίες η Ιβουπροφαίνη και η Παρακεταμόλη έχουν ισοδύναμο προφίλ ασφάλειας και το οποίο είναι συγκριτικά καλύτερο από αυτό της ασπιρίνης.
Τα ποσοστά ασθενών που παρουσίασαν σημαντικά ανεπιθύμητα συμβάντα ήταν: 18,7% με ασπιρίνη, 13,7% με ιβουπροφαίνη και 14,5% με παρακεταμόλη.
Επίσης η μελέτη έδειξε, ότι ακόμη και οι γαστρεντερικές ενοχλήσεις (δυσπεψία, κοιλιακό άλγος) εμφανίζονταν λιγότερο συχνά με την ιβουπροφαίνη (4% και 2,8%, αντίστοιχα) από ότι με την παρακεταμόλη (5.3% και 3.9%) ή την ασπιρίνη (7,1% και 6,8%). Σημειώνεται ότι παρατηρήθηκαν έξι περιπτώσεις μη σοβαρής αιμορραγίας από το γαστρεντερικό, τέσσερις με παρακεταμόλη και δύο με ασπιρίνη, και μία περίπτωση πεπτικού έλκους με ασπιρίνη.
Τα ευρήματα όμως της μελέτης ανέδειξαν με σαφήνεια και έναν άλλον παράγοντα κινδύνου εκείνον που προέρχεται από την ταυτόχρονη λήψη άλλων φαρμάκων μια κατάσταση που είναι πολύ συνήθης στους ενήλικες.
Παρατηρούμε ότι με την συγχορήγηση άλλων σκευασμάτων αυξάνεται σημαντικά ο δείκτης ανεπιθύμητων ενεργειών και η αύξηση του είναι μεγαλύτερη για την παρακεταμόλη όταν υπάρχουν 3 ή περισσότερα συγχορηγούμενα σκευάσματα , ακολουθεί η ασπιρίνη και το χαμηλότερο ποσοστό αύξησης καταλαμβάνει η ιβουπροφαίνη.
Συμπερασματικά τα παραπάνω ευρήματα θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε επαναξιολόγηση της σύστασης χρήσης αναλγητικών πρώτης γραμμής και να φέρουν την Ιβουπροφαίνη στην πρώτη θέση λαμβάνοντας υπ όψιν τόσο τους κινδύνους υπερδοσολογίας με την παρακεταμόλη όσο και το πτωχό προφίλ ανοχής της ασπιρίνης.