Τα δύο πρώτα εμβόλια που χρησιμοποίησαν την τεχνολογία του mRNA και συγκεκριμένα τα εμβόλια της Pfizer/BioNTech και της Moderna για την COVID-19 είναι δύο από τα πλέον αποτελεσματικά εμβόλια που έχουν αναπτυχθεί μέχρι σήμερα.
Στις κλινικές δοκιμές τους, και τα δύο παραπάνω εμβόλια είχαν πάνω από 90% αποτελεσματικότητα στην πρόληψη της συμπτωματικής λοίμωξης, ξεπερνώντας έτσι με ευκολία το όριο του 50% που είχε θέσει το FDA για να δώσει επείγουσα έγκριση σε ένα νέο εμβόλιο.
Αν και μετά την εμφάνιση των στελεχών Δέλτα και Όμικρον, η αποτελεσματικότητα των παραπάνω δύο εμβολίων σίγουρα έχει περιοριστεί, τα εμβόλια παραμένουν ιδιαίτερα αποτελεσματικά στην πρόληψη των νοσηλειών και θανάτων από την COVID-19.
Η αδιαμφισβήτητη επιτυχία της νέας αυτής τεχνολογίας έχει κάνει αρκετούς από εμάς να αναρωτηθούμε ποια είναι τα χαρακτηριστικά των εμβολίων αυτών που τα καθιστούν τόσο αποτελεσματικά και, πόσο διαρκεί η προστασία που προσφέρουν.
Μία νέα έρευνα από το Πανεπιστήμιο της Washington των ΗΠΑ που δημοσιεύτηκε στο επιστημονικό περιοδικό Cell, θέλησε να απαντήσει στα παραπάνω ερωτήματα και επομένως αποφάσισε να εξερευνήσει εις βάθος την ανοσιακή απόκριση που προκαλούν τα mRNA εμβόλια της COVID-19.
Όπως παρατήρησαν οι επιστήμονες, το εμβόλιο της Pfizer ενεργοποιεί μία ανοσιακή απόκριση από τα Τ βοηθητικά λεμφοκύτταρα η οποία αυξάνει την παραγωγή αντισωμάτων από τα Β λεμφοκύτταρα, ενισχύοντας παράλληλα την ανοσιακή μνήμη.
Γνωστά ως θυλιακώδη βοηθητικά Τ λεμφοκύτταρα, τα κύτταρα αυτά παραμένουν μέχρι και για 6 μήνες μετά τον εμβολιασμό, βοηθώντας έτσι τον οργανισμό να βελτιώσει τα αντισώματα που παράγει.
Μόλις ο πληθυσμός των βοηθητικών κυττάρων αρχίσει να μειώνεται, τα Β λεμφοκύτταρα μνήμης είναι αυτά που προστατεύουν από τη σοβαρή νόσηση και το θάνατο μακροπρόθεσμα.
Μία άλλη ενδιαφέρουσα παρατήρηση της έρευνας ήταν ότι αρκετά από τα θυλακιώδη βοηθητικά Τ λεμφοκύτταρα ενεργοποιούνται από ένα κομμάτι του ιού που δεν παρουσιάζει συχνά μεταλλάξεις.
Ακόμα και στο νεότερο στέλεχος Όμικρον, η περιοχή αυτή είναι αμετάβλητη σε σχέση με το αρχικό στέλεχος της πανδημίας.
Οι παρατηρήσεις της παρούσας μελέτης μπορούν να εξηγήσουν, επομένως, γιατί το εμβόλιο της Pfizer έχει τόσο υψηλή αποτελεσματικότητα η οποία διατηρείται ακόμα και στα νεότερα στελέχη.
«Όσο μεγαλύτερη είναι η διάρκεια που τα θυλακιώδη βοηθητικά Τ λεμφοκύτταρα παραμένουν στον οργανισμό, τόσο καλύτερα είναι τα αντισώματα που παράγουμε και τόσο μεγαλύτερη είναι η διάρκεια της ανοσίας», εξηγεί ο Philip Mudd, MD, PhD, εκ των συγγραφέων της έρευνας.
«Στη μελέτη μας, διαπιστώσαμε ότι η απόκριση των θυλακιωδών βοηθητικών Τ λεμφοκυττάρων διατηρείται για μεγάλη διάρκεια.
Επιπλέον, αρκετά από τα κύτταρα αυτά στοχεύουν μία περιοχή της πρωτεΐνης ακίδας του ιού που δεν παρουσιάζει μεταλλάξεις.
Επομένως, αν και θα δούμε ορισμένες λοιμώξεις σε εμβολιασμένα άτομα μετά την εμφάνιση των στελεχών Δέλτα και Όμικρον, τα εμβόλια θα καταφέρουν και πάλι να διατηρήσουν τις νοσηλείες και τους θανάτους σε χαμηλά επίπεδα.
Πιστεύω ότι η υψηλή αποτελεσματικότητα των mRNA εμβολίων αποδίδεται εν μέρει στην ισχυρή απόκριση των θυλακιωδών βοηθητικών Τ λεμφοκυττάρων», πρόσθεσε.
Τα πρώτα αντισώματα που παράγονται ως απόκριση σε μία λοίμωξη, ή στον εμβολιασμό δεν είναι ιδανικά.
Τα Β λεμφοκύτταρα θα πρέπει να ωριμάσουν για κάποιο διάστημα στα βλαστικά κέντρα των λεμφαδένων πριν αρχίσουν να παράγουν ισχυρά αντισώματα.
Τα θυλακιώδη βοηθητικά Τ λεμφοκύτταρα παίζουν σημαντικό ρόλο στην παραπάνω διαδικασία ωρίμανσης.
Τα βοηθητικά Τ λεμφοκύτταρα καθοδηγούν τα Β λεμφοκύτταρα με σκοπό να δημιουργήσουν πιο αποτελεσματικά αντισώματα, και ορισμένα από αυτά θα ωριμάσουν τελικά σε Β λεμφοκύτταρα μνήμης.
Όσο μεγαλύτερη είναι η διάρκεια των βλαστικών κέντρων, τόσο καλύτερη θα είναι η απόκριση αντισωμάτων.
Πριν από μερικούς μήνες, μία άλλη μελέτη που δημοσιεύτηκε στο επιστημονικό περιοδικό Nature διαπίστωσε ότι σχεδόν 4 μήνες μετά την 1η δόση του εμβολίου της Pfizer οι ασθενείς είχαν ακόμα βλαστικά κέντρα στους λεμφαδένες τους τα οποία παρήγαγαν ανοσιακά κύτταρα για τον SARS-CoV-2, τον ιό δηλαδή που προκαλεί την COVID-19.
Στην παρούσα μελέτη, ο Mudd και οι συνεργάτες του προσπάθησαν να κατανοήσουν το ρόλο των θυλακιωδών βοηθητικών Τ λεμφοκυττάρων στην ανοσιακή απόκριση από τα βλαστικά κέντρα των λεμφαδένων.
Στα πλαίσια της μελέτης τους εξέτασαν 15 εθελοντές που είχαν κάνει και τις δύο δόσεις του εμβολίου της Pfizer.
Ο κάθε εθελοντής έδωσε δείγμα από τα βλαστικά κέντρα των λεμφαδένων 21, 28, 35, 60, 110 και 200 ημέρες μετά την 1η δόση.
Κανένας από τους εθελοντές δεν είχε ιστορικό COVID-19 πριν κάνει το εμβόλιο της Pfizer.
Προκειμένου να καταλήξουν στα συμπεράσματα που προαναφέρθηκαν οι επιστήμονες απομόνωσαν τα θυλακιώδη βοηθητικά Τ λεμφοκύτταρα από τα δείγματα και έκαναν μία σειρά εξετάσεις σε αυτά.
Στις επόμενες μελέτες τους, οι επιστήμονες θα εξετάσουν τι συμβαίνει μετά την αναμνηστική δόση των εμβολίων, και αν οι αλλαγές στα θυλακιώδη βοηθητικά Τ λεμφοκύτταρα μπορούν να εξηγήσουν γιατί οι ασθενείς με κατεσταλμένο ανοσοποιητικό σύστημα (όπως για παράδειγμα οι ασθενείς με HIV) δεν εκδηλώνουν ισχυρή απόκριση αντισωμάτων.