Σύμφωνα με τις παρατηρήσεις μίας νέας έρευνας, η χρήση στατινών μπορεί να αυξήσει τον κίνδυνο επιδείνωσης του διαβήτη τύπου 2.
Η έρευνα δημοσιεύτηκε στο επιστημονικό περιοδικό JAMA Internal Medicine και προσφέρει σημαντικές πληροφορίες στους γιατρούς που συνταγογραφούν τα παραπάνω φάρμακα.
Στατίνες
Οι στατίνες είναι φάρμακα που χρησιμοποιούνται τυπικά για τη μείωση των επιπέδων της χοληστερόλης στο αίμα.
Η υψηλή χοληστερόλη έχει συνδεθεί με αυξημένο κίνδυνο καρδιαγγειακής νόσου, εμφράγματος του μυοκαρδίου και εγκεφαλικού επεισοδίου.
-Η φυσική άσκηση και,
-η υγιεινή διατροφή, είναι δύο προσεγγίσεις που μπορούν να περιορίσουν τα επίπεδα της χοληστερόλης, ωστόσο σε ορισμένους ασθενείς με κληρονομικούς ή άλλους παράγοντες κινδύνου οι παραπάνω προσεγγίσεις δεν επαρκούν για την επίτευξη του επιθυμητού στόχου και επομένως πρέπει να λάβουν και φάρμακα.
Σήμερα είναι γνωστό ότι οι στατίνες, όπως και κάθε άλλο φάρμακο, μπορούν να προκαλέσουν ανεπιθύμητες ενέργειες.
Ωστόσο, τα οφέλη που προσφέρουν στη μείωση της χοληστερόλης είναι πολύ περισσότερα από τους κινδύνους των φαρμάκων αυτών.
Σε κάθε περίπτωση, ο γιατρός θα πρέπει να εξετάζει ειδικά για κάθε ασθενή τα οφέλη και τους κινδύνους κατά τη χορήγηση ενός νέου φαρμάκου και να τον ενημερώνει για τους πιθανούς κινδύνους.
Αντίσταση στην Ινσουλίνη
Μία από τις ανεπιθύμητες ενέργειες των στατινών φαίνεται ότι είναι η μειωμένη ευαισθησία στην ινσουλίνη, γεγονός που αυξάνει τον κίνδυνο εμφάνισης διαβήτη τύπου 2.
Ο διαβήτης τύπου 2 είναι μία νόσος που χαρακτηρίζεται από αυξημένα επίπεδα γλυκόζης στο αίμα.
Αυτό αποδίδεται είτε στη μειωμένη παραγωγή ινσουλίνης, είτε στη μειωμένη ευαισθησία των κυττάρων σε αυτή.
Η ινσουλίνη είναι μία ορμόνη που βοηθά τα κύτταρα να απορροφήσουν τη γλυκόζη.
Η μειωμένη ευαισθησία στην ινσουλίνη ή ο περιορισμός της παραγωγή της μπορεί να προκαλέσει μείωση στα επίπεδα της γλυκόζης αίματος, γεγονός που αυξάνει τον κίνδυνο καρδιαγγειακής νόσου.
Οι επιστήμονες της παρούσας μελέτης υποστήριξαν ότι είναι σημαντικό να εξετάσουμε τη σύνδεση ανάμεσα στην αντίσταση στην ινσουλίνη και τις στατίνες, καθώς τα τελευταία φάρμακα χορηγούνται ευρέως σήμερα και τα ποσοστά του διαβήτη αυξάνονται συνεχώς.
«Προηγούμενες έρευνες είχαν δείξει ότι οι στατίνες αυξάνουν την αντίσταση στην ινσουλίνη.
Ωστόσο, ο γιατρός τυπικά δεν εκτιμά την “αντίσταση στην ινσουλίνη” που έχει ο κάθε ασθενής.
Αυτό γίνεται μόνο για ακαδημαϊκούς σκοπούς.
Η αντίσταση στην ινσουλίνη μπορεί να επηρεάσει τη ρύθμιση του διαβήτη, τη χρήση των αντιδιαβητικών φαρμάκων ή και τα δύο.
Το 2019 υπήρχαν συνολικά 463 εκατομμύρια διαβητικοί ασθενείς και ο αριθμός αυτός αναμένεται να φτάσει τα 578 εκατομμύρια το 2030», εξήγησαν.
«Με τον αριθμό των διαβητικών να αυξάνεται κατακόρυφα είναι σημαντικό να εξετάσουμε πως επηρεάζεται η αντίσταση στην ινσουλίνη από τις στατίνες.
Αυτό που μας ενδιαφέρει είναι να διαπιστώσουμε αν η χορήγηση των παραπάνω φαρμάκων μπορεί να επηρεάσει την πορεία του διαβήτη», πρόσθεσαν.
Μία μεγάλη μελέτη παρατήρησης
Για να εξετάσουν τη θεωρία τους, οι επιστήμονες χρησιμοποίησαν μία μεγάλη βάση δεδομένων με ιατρικά αρχεία ασθενών από τις ΗΠΑ για το διάστημα 2003 έως 2015.
Οι εθελοντές που εξετάστηκαν είχαν διαγνωστεί με διαβήτη τύπου 2 πριν τη μελέτη και ήταν κάτω των 30 ετών.
Οι επιστήμονες χώρισαν τους εθελοντές σε δύο ομάδες.
-Στην πρώτη ήταν 83.022 ασθενείς που έπαιρναν στατίνες, ενώ ,
-στη δεύτερη (ίδιο μέγεθος με την πρώτη) ασθενείς που έπαιρναν Η2 αποκλειστές ή αναστολείς αντλίας πρωτονίων.
Αυξημένος κίνδυνος επιδείνωσης του Διαβήτη
Όπως διαπίστωσαν οι επιστήμονες, στην ομάδα που έπαιρνε στατίνες, το 55.9% παρουσίασε επιδείνωση του διαβήτη στη διάρκεια της μελέτης.
Το αντίστοιχο ποσοστό στην ομάδα ελέγχου ήταν 48%.
Οι ασθενείς που έπαιρναν στατίνες είχαν:
-αυξημένο κίνδυνο να ξεκινήσουν θεραπεία με ινσουλίνη,
-αυξημένα επίπεδα γλυκόζης στο αίμα,
-περισσότερες επιπλοκές από το διαβήτη, καθώς και,
-περισσότερες συνταγογραφήσεις αντιδιαβητικών φαρμάκων σε σχέση με την ομάδα ελέγχου.
Σύμφωνα με τους επιστήμονες της μελέτης, αν και η σύνδεση ανάμεσα στις στατίνες και την επιδείνωση του διαβήτη ήταν σημαντική, δεν αποτελεί το μοναδικό παράγοντα που θα πρέπει να εξετάσει ο γιατρός πριν τη χορήγηση των παραπάνω φαρμάκων.
«Θα πρέπει να σταθούμε σε 3 σημαντικά σημεία ερμηνεύοντας τα αποτελέσματα της μελέτης μας.
Αρχικά κανένας ασθενής δεν θα πρέπει να σταματήσει τη θεραπεία του με βάση τα αποτελέσματα της μελέτης μας.
Δεύτερον, η έρευνα δεν μπορεί να αποδείξει σύνδεση αιτίας-αποτελέσματος ανάμεσα στις στατίνες και την επιδείνωση του διαβήτη.
Τέλος, οι οδηγίες δεν πρέπει να βασίζονται σε μία έρευνα αλλά στο σύνολο της βιβλιογραφίας», είπαν οι συγγραφείς.
Σύμφωνα με τις παρούσες οδηγίες, οι στατίνες μπορούν να χορηγηθούν σε διαβητικούς ασθενείς 40-75 ετών με επίπεδα LDL πάνω από 70mg/dl για την πρόληψη της καρδιαγγειακής νόσου.
Η παρούσα μελέτη δείχνει, ωστόσο, ότι οι διαβητικοί ασθενείς που θα λάβουν στατίνες ενδέχεται να χρειαστεί να αυξήσουν τη δόση των αντιδιαβητικών φαρμάκων που παίρνουν.
Προφανώς, όπως υποστήριξαν οι επιστήμονες, θα πρέπει να γίνει διαχωρισμός ανάμεσα σε αυτούς που παίρνουν στατίνες για την πρωτογενή πρόληψη (δηλαδή δεν έχουν ιστορικό καρδιαγγειακής νόσου) και σε αυτούς που παίρνουν τα φάρμακα για τη δευτερογενή πρόληψη (έχουν ιστορικό).
Στους δεύτερους, τα οφέλη των στατινών είναι πολύ περισσότερα, καθώς τα φάρμακα αυτά αποτελούν τη σημαντικότερη θεραπεία που μπορεί να χορηγηθεί.
Καταλήγοντας, οι επιστήμονες τόνισαν και πάλι ότι οι έρευνες παρατήρησης δεν μπορούν να αποδείξουν σχέση αιτίας-αποτελέσματος.
Επιπλέον, κάθε απόφαση για τη διακοπή ή έναρξη της θεραπείας με κάποιο φάρμακο θα πρέπει να λαμβάνεται μόνο από τον θεράπων ιατρό του κάθε ασθενούς.
Πηγή: Αντώνιος Δημητρακόπουλος – Ερρίκος Ντυνάν Hospital Center