Σήμερα, εκατομμύρια άνθρωποι έχουν σηκώσει τα μανίκια τους για να κάνουν κάποιο από τα εμβόλια της COVID-19.
Είναι αλήθεια ότι η συντριπτική πλειοψηφία των εμβολίων που γίνονται σήμερα, χορηγούνται ενδομυϊκά στο δελτοειδή μυ.
Ελάχιστα εμβόλια αποτελούν εξαίρεση στον παραπάνω κανόνα, όπως το εμβόλιο του ροταϊού που χορηγείται από του στόματος.
Γιατί όμως, ο δελτοειδής μυς αποτελεί ιδανικό σημείο χορήγησης των εμβολίων;
Οι μύες έχουν ανοσιακά κύτταρα
Οι μύες αποτελούν ιδανικό σημείο χορήγησης των εμβολίων καθώς ο μυϊκός ιστός περιέχει αρκετά σημαντικά κύτταρα του ανοσοποιητικού συστήματος.
“Τα κύτταρα αυτά αναγνωρίζουν το αντιγόνο, δηλαδή το μικρό τμήμα του ιού ή του βακτηρίου που περιέχουν συνήθως τα εμβόλια, εκκινώντας έτσι την ανοσιακή απόκριση.
Τα εμβόλια της COVID-19 δεν περιέχουν αντιγόνα, αλλά οδηγίες για τη σύνθεση των τελευταίων από τα κύτταρα του ανθρώπου“, εξηγεί ο κ. Αντώνιος Δημητρακόπουλος, Διευθυντής Γ’ Παθολογικής Κλινικής Ερρίκος Ντυνάν Hospital.
Τα ανοσιακά κύτταρα των μυών αναγνωρίζουν τα αντιγόνα που παράγονται από τα κύτταρα και τα παρουσιάζουν στους λεμφαδένες.
Η ενδομυϊκή χορήγηση περιορίζει το εμβόλιο σε μία συγκεκριμένη περιοχή, επιτρέποντας έτσι στα τοπικά κύτταρα του ανοσοποιητικού συστήματος να προσελκύσουν νέα ανοσιακά κύτταρα.
Μόλις το αντιγόνο από τα εμβόλια αναγνωριστεί από τα ανοσιακά κύτταρα των μυών, τα κύτταρα αυτά μεταφέρουν το αντιγόνο στα λεμφαγγεία και μέσω αυτών στους λεμφαδένες.
“Οι τελευταίοι αποτελούν σημαντικό κομμάτι του ανοσοποιητικού συστήματος, καθώς περιέχουν ένα μεγάλο αριθμό ανοσιακών κυττάρων που αναγνωρίζουν τα αντιγόνα και εκκινούν την παραγωγή αντισωμάτων.
Τα συνήθη σημεία χορήγησης των εμβολίων βρίσκονται σχετικά κοντά σε ομάδες λεμφικού ιστού“, σημειώνει ο κ. Δημητρακόπουλος, προσθέτοντας:
“Για παράδειγμα, οι μασχαλιαίοι λεμφαδένες είναι κοντά στο δελτοειδή μυ, ενώ οι βουβωνικοί λεμφαδένες βρίσκονται δίπλα στο μηρό.
Αυτό σημαίνει ότι η χορήγηση των εμβολίων στις παραπάνω περιοχές ενδείκνυται γιατί τα ανοσιακά κύτταρα θα πρέπει να ταξιδεύσουν μικρή απόσταση μέσω των λεμφαγγείων“.
Οι μύες βοηθούν στον περιορισμό της απόκρισης
Όπως προαναφέρθηκε, ένα ακόμα πλεονέκτημα της ενδομυϊκής χορήγησης των εμβολίων είναι το γεγονός ότι περιορίζουν τοπικά την αρχική απόκριση.
Αυτός είναι και ο λόγος που χορήγηση ενός εμβολίου στο δελτοειδή μυ προκαλεί συνήθως φλεγμονή και άλγος που εντοπίζεται μόνο στο σημείο της έγχυσης.
Η έγχυση ενός εμβολίου στο λιπώδη ιστό προκαλεί συνήθως εντονότερο ερεθισμό και αυξημένη φλεγμονή, καθώς το λίπος έχει μειωμένη αιμάτωση και απορροφά δυσκολότερα ορισμένα συστατικά των εμβολίων.
Τα εμβόλια που χρησιμοποιούν ενισχυτικές ουσίες (συστατικά που επάγουν την ανοσιακή απόκριση στο αντιγόνο) πρέπει επίσης να χορηγούνται ενδομυϊκά προκειμένου να αποφευχθεί η διάχυτη φλεγμονή.
Οι παραπάνω ουσίες δρουν με διαφορετικούς μηχανισμούς προκειμένου να ενισχύσουν την ανοσιακή απόκριση.
“Ένας άλλος παράγοντας που θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη κατά τη χορήγηση ενός εμβολίου είναι το μέγεθος των μυών“, τονίζει ο κ. Δημητρακόπουλος.
Ενήλικες και παιδιά
Οι ενήλικες και τα παιδιά άνω των τριών ετών κάνουν συνήθως τα εμβόλια στο δελτοειδή μυ.
“Ωστόσο, στα παιδιά μικρότερης ηλικίας ο μυς αυτός δεν ενδείκνυται καθώς είναι μικρότερος σε μέγεθος και δεν έχει αναπτυχθεί πλήρως“, επισημαίνει ο κ. Δημητρακόπουλος.
Η ευκολία πρόσβασης στον δελτοειδή μυ
Προφανώς, η ευκολία πρόσβασης αποτελεί επίσης ένα παράγοντα.
“Αν και οι μύες του μηρού είναι μεγαλύτεροι από το δελτοειδή, εννοείται ότι είναι προτιμότερο να σηκώσουμε το μανίκι μας παρά να βγάλουμε το παντελόνι μας σε ένα κέντρο εμβολιασμού“, λέει ο κ. Δημητρακόπουλος, καταλήγοντας:
“Στην εποχή της πανδημίας ή σε άλλο περιβάλλον όπου χρειάζεται να γίνουν μαζικά εμβολιασμοί, προφανώς τα εμβόλια που χρησιμοποιούνται θα πρέπει να γίνονται στο δελτοειδή μυ, καθώς είναι ευκολότερη η πρόσβαση σε αυτόν“.