Μία κατηγορία φαρμάκων που χρησιμοποιούνται σε αρκετά νοσήματα, μεταξύ των οποίων οι αλλεργίες, τα κρυολογήματα, η υπέρταση και η κατάθλιψη, συνδέεται με αυξημένο κίνδυνο ήπιας έκπτωσης της σκέψης και της μνήμης, ιδιαίτερα σε ασθενείς με γενετικούς παράγοντες κινδύνου για νόσο Alzheimer, σύμφωνα με τις παρατηρήσεις μίας νέας έρευνας που δημοσιεύτηκε στο επιστημονικό περιοδικό Neurology.
Τα φάρμακα αυτά, γνωστά ως αντιχολινεργικά, χρησιμοποιούνται επίσης στη ναυτία ταξιδίου, την ακράτεια ούρων και την υπέρταση.
Σήμερα κυκλοφορούν συνολικά σχεδόν 100 φάρμακα αυτής της κατηγορίας εκ των οποίων ορισμένα χρειάζονται συνταγή ενώ άλλα όχι.
“Όπως διαπίστωσε η έρευνα, οι ασθενείς που έπαιρναν τουλάχιστον 1 αντιχολινεργικό φάρμακο είχαν 47% αυξημένο κίνδυνο να παρουσιάσουν ήπια έκπτωση των γνωστικών λειτουργιών, μία πρώιμη κατάσταση της άνοιας, μέσα σε 1 δεκαετία, συγκριτικά με τους ασθενείς που δεν έπαιρναν τα παραπάνω φάρμακα”, επισημαίνει ο κ. Αντώνιος Δημητρακόπουλος, Διευθυντής Γ΄ Παθολογικής Κλινικής Ερρίκος Ντυνάν Hospital.
«Από τα αποτελέσματά μας φαίνεται ότι ο περιορισμός της δόσης των αντιχολινεργικών φαρμάκων εγκαίρως, αποτελεί πιθανώς αποτελεσματική μέθοδο πρόληψης των επιπτώσεων που έχουν τα φάρμακα αυτά στη σκέψη, ιδιαίτερα σε ασθενείς με αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης νόσου Alzheimer», υποστήριξε η Lisa Delano-Wood, PhD, επικεφαλής της έρευνας από το Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια, και πρόσθεσε:
«Οι μελλοντικές έρευνες θα πρέπει να εξετάσουν αν η διακοπή των παραπάνω φαρμάκων μπορεί να οδηγήσει σε μείωση των περιστατικών έκπτωσης των γνωστικών λειτουργιών και νόσου Alzheimer μακροπρόθεσμα».
Η έρευνα εξέτασε 688 ασθενείς (μέση ηλικία 74) που δεν είχαν διαταραχές της μνήμης ή της σκέψης στην αρχή της έρευνας.
Οι εθελοντές ανέφεραν αν έπαιρναν αντιχολινεργικά φάρμακα και με ποια συχνότητα και ακολούθως έκαναν εξετάσεις των γνωστικών λειτουργιών μία φορά ετησίως.
Το 1/3 των εθελοντών έπαιρνε αντιχολινεργικά φάρμακα με αναλογία σχεδόν 4.7 φάρμακα ανά άτομο.
Η μετοπρολόλη, η ατενολόλη, η λοραταδίνη και η βουπροπιόνη ήταν ανάμεσα στα πλέον κοινά φάρμακα.
Καθώς τα φάρμακα της κατηγορίας αυτής διαφέρουν ως προς την αντιχολινεργική δράση τους, οι ερευνητές προσδιόρισαν επίσης το αντιχολινεργικό φορτίο του κάθε ασθενούς με βάση τον αριθμό, τη δοσολογία και την ισχύ των φαρμάκων που έπαιρνε.
Από τους 230 εθελοντές που έπαιρναν αντιχολινεργικά φάρμακα:
– το 51% (117) παρουσίασε ήπια έκπτωση των γνωστικών λειτουργιών,
-ενώ στην ομάδα που δεν έπαιρνε τα παραπάνω φάρμακα (458), το αντίστοιχο ποσοστό ήταν 42% (192)
.
Μετά την προσαρμογή για το ιστορικό κατάθλιψης, τον αριθμό των φαρμάκων και το ιστορικό καρδιακών προβλημάτων, οι ασθενείς που έπαιρναν αντιχολινεργικά φάρμακα είχαν 47% αυξημένο κίνδυνο να παρουσιάσουν ήπια έκπτωση των γνωστικών λειτουργιών.
Επιπλέον, οι ασθενείς που έπαιρναν της υψηλότερες δόσεις των φαρμάκων, ήταν αυτοί που διέτρεχαν τον υψηλότερο κίνδυνο.
Οι επιστήμονες εξέτασαν επίσης αν οι ασθενείς είχαν βιοδείκτες για τη νόσο Alzheimer στο εγκεφαλονωτιαίο υγρό (ΕΝΥ), καθώς και αν είχαν γενετικούς παράγοντες κινδύνου για τη νόσο Alzheimer.
Όπως διαπιστώθηκε, οι ασθενείς με βιοδείκτες για τη νόσο Alzheimer στο ΕΝΥ που έπαιρναν αντιχολινεργικά φάρμακα είχαν 4 φορές αυξημένο κίνδυνο να παρουσιάσουν ήπια έκπτωση των γνωστικών λειτουργιών σε σχέση με αυτούς που επίσης έπαιρναν αντιχολινεργικά αλλά δεν είχαν τους παραπάνω βιοδείκτες.
Αντίστοιχες ήταν και οι παρατηρήσεις για τους ασθενείς με γενετικούς παράγοντες κινδύνου για τη νόσο Alzheimer που έπαιρναν αντιχολινεργικά.
Οι ασθενείς αυτοί είχαν 2.5 φορές αυξημένο κίνδυνο να παρουσιάσουν ήπια έκπτωση των γνωστικών λειτουργιών σε σχέση με αυτούς που δεν είχαν παράγοντες κινδύνου αλλά έπαιρναν αντιχολινεργικά.
Η διαφορά στους ηλικιωμένους
Καθώς οι ηλικιωμένοι μεταβολίζουν τα αντιχολινεργικά φάρμακα διαφορετικά από τους νεότερους ενήλικες, αρκετά από τα φάρμακα αυτά έχουν διαφορετικές συνιστώμενες δόσεις για τους ηλικιωμένους.
Όπως τόνισε η Delano-Wood, η πλειοψηφία των ασθενών της έρευνας έπαιρνε αντιχολινεργικά φάρμακα σε πολύ υψηλότερες δόσεις σε σχέση με αυτές που προτείνονται για τους ηλικιωμένους, με το 57% των εθελοντών να παίρνει διπλάσια δόση και το 18% τετραπλάσια.
«Η προσαρμογή της δοσολογίας αποτελεί ένα πεδίο που θα μπορούσε να προσφέρει οφέλη στη μείωση των περιστατικών ήπιας έκπτωσης των γνωστικών λειτουργιών», υποστήριξε η Delano-Wood, επισημαίνοντας:
«Αποτελεί επίσης ένα πιθανό στόχο πρόληψης για εξατομικευμένες παρεμβάσεις σε ασθενείς που διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο για νευροεκφυλιστικά νοσήματα όπως η νόσος Alzheimer».
Οι ασθενείς που παίρνουν αντιχολινεργικά φάρμακα θα πρέπει να μιλήσουν με το γιατρό τους αν θέλουν να περιορίσουν τη δόση των παραπάνω φαρμάκων.
Σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να διακόπτονται χωρίς την οδηγία γιατρού, καθώς η απότομη διακοπή των αντιχολινεργικών φαρμάκων μπορεί να προκαλέσει ανεπιθύμητες ενέργειες.
Ένας περιορισμός της έρευνας ήταν ότι μόλις το 1/3 των εθελοντών έπαιρνε αντιχολινεργικά φάρμακα, ενώ σε άλλες έρευνες το ποσοστό αυτό φτάνει το 70%.
Ωστόσο, όπως κατέληξε η Delano-Wood, «τα αποτελέσματά μας έχουν ιδιαίτερη σημασία καθώς δείχνουν ότι τα αντιχολινεργικά φάρμακα μπορεί να αυξήσουν τον κίνδυνο έκπτωσης των γνωστικών λειτουργιών ακόμα και σε γενικά υγιείς ενήλικες που παίρνουν χαμηλότερες δόσεις από αυτές που λαμβάνονται συνήθως».