Πόσο ισχυρή μπορεί να είναι η δύναμη του μυαλού σε ό,τι αφορά την ανάρρωση από ασθένειες και την επούλωση τραυμάτων;
Επιστήμονες στις ΗΠΑ διαπίστωσαν ότι είναι πολύ μεγαλύτερη από ό,τι μπορεί να νομίζει κανείς, καθώς ανακάλυψαν ότι ασθενείς που υποβλήθηκαν σε ψεύτικη σπονδυλοπλαστική για την αποκατάσταση σπονδυλικών καταγμάτων, ανάρρωσαν εξίσου καλά με εκείνους που υποβλήθηκαν στην κανονική επέμβαση!
Η διαπίστωση έγινε από ερευνητές της Mayo Clinic, ενώ η μελέτη τους παρουσιάστηκε σε σχετικό ντοκιμαντέρ που προβλήθηκε από το BBC Horizon.
Όπως εξηγούν οι επιστήμονες, αυτό συμβαίνει μάλλον επειδή οι ασθενείς που νομίζουν ότι ακολουθούν κανονική θεραπευτική αγωγή έχουν στο μυαλό τους ότι ο πόνος που αισθάνονται θα περάσει, γι’ αυτό και δίνουν στον οργανισμό τους τον χρόνο που χρειάζεται για να αναρρώσει.
Τα στοιχεία που μαρτυρούν τη δύναμη των ψευδοφαρμάκων έχουν αυξηθεί κατά πολύ τα τελευταία χρόνια και κυρίως σε ό,τι αφορά την αντιμετώπιση του πόνου, της κατάθλιψης, ακόμη και των συμπτωμάτων του Πάρκινσον.
Μάλιστα, σύμφωνα με τον δρ David Kallmes, ακτινολόγο στη Mayo Clinic, το ίδιο μπορεί να ισχύει και για κάποιες περιπτώσεις που συνήθως χρειάζονται χειρουργική επέμβαση.
Ο δρ Kallmes άρχισε να υποψιάζεται ότι μπορεί να συμβαίνει κάτι τέτοιο όταν διαπίστωσε ότι κάποιοι ασθενείς που είχαν υποβληθεί σε σπονδυλοπλαστική παρουσίαζαν σημαντική βελτίωση ενώ η εγχείριση δεν είχε πάει καθόλου καλά.
Το γεγονός αυτό τον έβαλε σε σκέψεις, καθώς ήταν προφανές ότι υπήρχε λόγος που συνέβαινε κάτι τέτοιο, άρα οι παράγοντες που συμβάλλουν στην ανάρρωση είναι αρκετοί. Έτσι, αποφάσισε να κάνει κάτι μάλλον ασυνήθιστο, προκειμένου να διαπιστώσει αν η σπονδυλοπλαστική είναι όντως πιο αποτελεσματική από τα ψευδοφάρμακα.
Έτσι, σε κάποιους ασθενείς έκανε ψεύτικη επέμβαση, καθώς η χρήση χαπιών δεν ήταν εφικτή, και διαπίστωσε ότι όλοι ανάρρωσαν εξίσου καλά. «Στατιστικά δεν υπήρχε καμία σημαντική διαφορά σε ό,τι αφορά την ανακούφιση του πόνου ανάμεσα στις δύο ομάδες ασθενών», ανέφερε ο δρ Kallmes.
«Και το πιο σημαντικό είναι ότι δεν υπήρχε καμία ουσιαστική διαφορά ανάμεσα στους ασθενείς σε ό,τι αφορά τη βελτίωση της κίνησης».