Κόβουν φάρμακα, μειώνουν τις δόσεις ή αποφασίζουν να μην ακολουθήσουν την αγωγή που τους έχει δώσει ο γιατρός τους…
Άνθρωποι που είχαν σταθεροποιήσει την κατάσταση της υγείας τους με φαρμακευτική αγωγή την οποία ακολουθούν επί σειρά ετών, λόγω της αδυναμίας να πληρώνουν την ολοένα και αυξανόμενη συμμετοχή στα φάρμακα, φτάνουν στο σημείο να παίζουν οι ίδιοι το ρόλο του γιατρού, αποφασίζοντας ποια φάρμακα θα κόψουν ή να ελαττώσουν τη δοσολογία.
Το γεγονός επιβεβαιώνουν ο πρόεδρος του Ιατρικού Συλλόγου Ρεθύμνου, Γιώργος Στεφανάκης και ο πρόεδρος του Φαρμακευτικού Συλλόγου Κώστας Βαρδιάμπασης.
Η τακτική αυτή βέβαια μπορεί να αποδειχθεί επικίνδυνη για την υγεία του ασθενούς και μπορεί να τον οδηγήσει πολλά βήματα πίσω.
Ο κ. Βαρδιάμπασης σημειώνει: «Υπάρχουν άνθρωποι που δυσκολεύονται να αγοράσουν τα φάρμακά τους ή αυθαίρετα αποφασίζουν να κόψουν κάποια ή μειώνουν τη δοσολογία κάποιου φαρμάκου, προκειμένου να κάνουν κάποια οικονομία.
Αυτό αφορά κυρίως ασθενείς με προβλήματα υπέρτασης ή με την καρδιά τους. Παίρνουν για παράδειγμα ένα μείγμα υπερτασικών φαρμάκων και φαρμάκων κατά της χοληστερίνης και πολλές φορές αποφασίζει κάποιος ότι το φάρμακο που δεν έχει άμεσο αντίκτυπο, που δεν αισθάνεται τα αποτελέσματά του δηλαδή άμεσα, μπορεί να παίρνει το μισό. Αυτό όμως είναι πολύ επικίνδυνο, διότι τα αποτελέσματα δεν τα καταλαβαίνουμε αμέσως, αλλά εκ των υστέρων και πολλές φορές μάλλον απορυθμίζουν την κατάσταση της υγείας τους και θα χρειαστεί να ξαναπάνε στο γιατρό ή να νοσηλευτούν. Έτσι προκαλούνται περισσότερα έξοδα στο κράτος το οποίο πάει να γλυτώσει κάποια χρήματα από τα έξοδα της φαρμακευτικής δαπάνης και τα ξαναπληρώνει ως έξοδα νοσηλείας. Επομένως δεν έχει νόημα η αύξηση της συμμετοχής των ασφαλισμένων στα φάρμακα».
Εδώ και δυο χρόνια παρατηρείται το φαινόμενο αυτό τονίζει από την πλευρά του ο κ. Στεφανάκης. «Κάνουν μόνοι τους μια εκτίμηση σχετικά με το ποιο φάρμακο είναι απαραίτητο και πιο λιγότερο απαραίτητο, κάτι που δεν είναι ασφαλές και πολλές φορές εμείς οι γιατροί το μαθαίνουμε εκ των υστέρων, όταν μας το λένε.
Θα πρέπει να μας ρωτάνε οι ασθενείς και ίσως καταφέρουμε να βρούμε μια λύση, αλλιώς υποεκτιμούν τη θεραπεία».