Όλοι κάπου έχουμε ακούσει την φράση “Δεν παίρνω τα φάρμακά μου”. Σαν παιδιά, θυμόμαστε τους γονείς να μας κυνηγάνε με το κουταλάκι με το “φάρμακο” που δε θέλαμε να πάρουμε, σαν ενήλικες -και υπεύθυνοι για τις αποφάσεις σχετικά με την υγεία- για διαφορετικούς ο καθένας λόγους, δεν παραμένουμε σταθεροί στη φαρμακευτική αγωγή που μας συνέστησε ο γιατρός, ή, χειρότερα, αυτοσχεδιάζουμε.
Κάποιοι γιατί “δε θέλουν φάρμακα” γενικότερα, άλλοι γιατί «απλά το ξεχνάω» και δυστυχώς, συχνότερα, πολλοί γιατί απλά «δεν έχω να το αγοράσω».
Πόσο όμως σωστή είναι αυτή η πρακτική; Για να απαντήσουμε σε αυτό πρέπει να ξεκινήσουμε από την αρχή:
Τι είναι το φάρμακο;
Φάρμακο ονομάζουμε κάθε χημική ουσία ικανή να επηρεάσει την λειτουργία του οργανισμού κάθε έμβιου όντος ή μικροοργανισμού όταν εισέλθει σε αυτόν. Απλούστερα χαρακτηρίζεται κάθε ουσία ή παρασκεύασμα που ανακουφίζει, είτε θεραπεύει, από ασθένειες ή πόνους του ανθρώπινου οργανισμού και γενικότερα αποκαθιστά την ανθρώπινη υγεία.
Σύμφωνα με τον ορισμό του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (WHO) φάρμακο χαρακτηρίζεται:
«Κάθε ουσία ή μείγμα ουσιών, που παράγεται, προσφέρεται προς πώληση, ή παρουσιάζεται για χρήση …στη διάγνωση, στη θεραπεία, στον μετριασμό ή στην πρόληψη νόσου, μη φυσιολογικής φυσικής κατάστασης, ή των συμπτωμάτων τους στον άνθρωπο ή στα ζώα καθώς και για χρήση…στην αποκατάσταση, την διόρθωση, ή την μεταβολή οργανικών λειτουργιών στον άνθρωπο ή τα ζώα».
Πότε και πως παίρνουμε φάρμακα;
Αρμόδιος για να απαντήσει σε αυτό το ερώτημα είναι ο γιατρός που θεραπεύει, που έχει την ευθύνη της γνώσης, έχει δει, εξετάσει εκτιμήσει τον ασθενή και έχει καταλήξει σε πιθανή διάγνωση σχετικά για τον λόγο για τον οποίο ο ασθενής έχει απευθυνθεί στο γιατρό του.
Συχνά βέβαια υπάρχει και εμπειρική θεραπεία δηλαδή λίγα φάρμακα που μπορούν να δοθούν χωρίς ιατρική συνταγή (πχ αντιπυρετικά κτλ).
Όμως ανεξάρτητα με το αν τα φάρμακα καλύπτονται από τον ασφαλιστικό φορέα για τα περισσότερα απαιτείται απλή ιατρική συνταγή. Ο λόγος είναι η χορήγησή τους εντός ενδείξεων, η ασφάλεια και η αποφυγή παρενεργειών.
Γι αυτό το λόγο και ΟΛΑ τα φάρμακα που κυκλοφορούν στην Ελληνική αγορά και έχουν έγκριση μέσω ΕΟΦ γράφουν στο εξωτερικό μέρος της συσκευασίας τους αν ή όχι απαιτείται ιατρική συνταγή για την αγορά τους.
Πρέπει λοιπόν να παίρνουμε τα φάρμακα μας;
Από τη στιγμή που το φάρμακο μπαίνει στον οργανισμό και μέχρι να αρχίσει να δρα απαιτείται κάποιο χρονικό διάστημα. Για να κάνει αυτό που υπόσχεται πρέπει να αποδίδει στην κυκλοφορία σταθερή δραστική ποσότητα η οποία και είναι υπεύθυνη για τη θεραπεία που έχει σχεδιαστεί και η οποία, με την πάροδο του χρόνου μέσα στη μέρα, μειώνεται.
Η μείωση αυτή οφείλεται στο ότι το φάρμακο είτε αποβάλλεται, είτε παύει να είναι δραστικό (μεταβολίζεται και αδρανοποιείται). Ανάλογα με το νόσημα και το είδος του φαρμάκου, το διάστημα αυτό ποικίλει.
Έτσι οι ερευνητές προτείνουν τη συνιστώμενη δόση να λαμβάνεται σε συγκεκριμένα και τακτά διαστήματα ώστε η θεραπευτική συγκέντρωση του φαρμάκου να παραμένει σταθερή. Πχ ξέρουμε ότι μια αντιβίωση πρέπει να την παίρνουμε 2 ή 3 φορές τη μέρα, τα χάπια για την πίεση καθημερινά, του σακχάρου επίσης, ή και συγχρονισμένα με το φαγητό, τα νευρολογικά 2-3 φορές τη μέρα κτλ.
Τι συμβαίνει όταν δεν παίρνουμε σωστά τα φάρμακά μας.
Από τη στιγμή που το φάρμακο θα μπει στον οργανισμό θα απορροφηθεί και θα κινηθεί στο στόχο του για να δράσει. Αν λοιπόν παραλείπουμε δόσεις ή η δοσολογία δεν είναι η σωστή δεν πετυχαίνουμε το θεραπευτικό στόχο που όπως είπαμε απαιτεί σταθερό ποσό φαρμάκου για σταθερό χρονικό διάστημα. Έτσι ουσιαστικά αναιρείται το θεραπευτικό όφελος = το φάρμακο ΔΕΝ κάνει αυτά που έχει σχεδιαστεί να κάνει, έχουμε δηλαδή θεραπευτική αστοχία.
Αλλά δεν είναι μόνο αυτό.
Κάθε φάρμακο εκτός από τις θεραπευτικές του ιδιότητες κουβαλάει και παράλληλες ιδιότητες που τις ονομάζουμε παρενέργειες ή ανεπιθύμητες ενέργειες. Τις ανεπιθύμητες αυτές ενέργειες τις παραβλέπουμε συνειδητά, μπροστά στο θεραπευτικό όφελος, ζυγίζοντας το κέρδος που έχουμε θεραπεύοντας και την πιθανότητα να παρουσιαστεί η παρενέργεια.
Όταν λοιπόν κάποιος δεν παίρνει σωστή δόση, ή σε σωστό χρόνο την αγωγή του, το κέρδος αυτό χάνεται εξ ορισμού. Παραμένει όμως η πιθανότητα ανεπιθύμητων ενεργειών, κάνει δηλαδή ζημιά χωρίς όφελος. Και η ζημιά αυτή μπορεί να είναι από απλή μέχρι σοβαρή.
Αν το φάρμακο πχ είναι μια αντιβίωση, αντί να σκοτώσει τα παθογόνα μικρόβια για τα οποία δόθηκε, σε μικρότερη δόση και λάθος χρόνους δημιουργεί αντοχές, δηλαδή ευνοεί τη ανάπτυξη ανθεκτικών μικροβίων. Έτσι σε μια επόμενη λοίμωξη η αντιβίωση αυτή είναι ουσιαστικά άχρηστη, όχι δυστυχώς μόνο γι αυτόν που την πήρε λάθος, αλλά και για την κοινότητα καθώς η αντοχή διασπείρεται.
Πάσχω από χρόνιο νόσημα (πχ Διαβήτη, Υπέρταση, υπερλιπιδαιμία, κατάθλιψη. Τι συμβαίνει αν δεν παίρνω τακτικά φάρμακα, παραλείψω δόση;
Τα χρόνια νοσήματα απαιτούν σταθερή φαρμακευτική αγωγή, γιατί οι επιπλοκές τους είναι μακροχρόνιες και παράληψη δόσης αναιρεί το γενικότερο θεραπευτικό αποτέλεσμα. Αυτό οφείλεται γιατί τα φάρμακα δουλεύουν σε υποδοχείς και ενζυμικά υποστρώματα και απαιτείται σταθερή ποσότητα για να δράσουν. Όταν κάποιος παραλείπει μια δόση συστηματικά είναι σα να ξεκινά τη διαδικασία από την αρχή (μένει δηλαδή ακάλυπτος).
Συμπέρασμα
Η σωστή θεραπευτική αντιμετώπιση νοσημάτων και συμπτωμάτων προκύπτει μόνο με τη συμμόρφωση στις δοσολογικές οδηγίες και εξατομικεύεται στον κάθε ασθενή. Αλλαγές στη ποσότητα ή τη χρονική συχνότητα είναι απόφαση του γιατρού. Παραλήψεις δόσεων άρει το θεραπευτικό αποτέλεσμα ενώ ενισχύει παρενέργειες και ανεπιθύμητες ενέργειες.
Συζητήστε με το γιατρό σας θέματα συμμόρφωσης. Βρείτε από κοινού λύσεις με πιο ευέλικτα ή οικονομικότερα αλλά εξ ίσου αποτελεσματικά φάρμακα. Άλλωστε το όποιο προσωρινό οικονομικό όφελος αίρεται όταν δε θεραπεύουμε γιατί αυξάνεται η νοσηρότητα και οι επιπλοκές.
ΝΑ ΘΥΜΑΣΤΕ ΛΟΙΠΟΝ:
Κανένα φάρμακο χωρίς ιατρική συνταγή.
Τα φάρμακα δεν είναι καραμέλες αλλά αποτέλεσμα μακροχρόνιας και δαπανηρής έρευνας, με δυνατότητα να κάνουν και καλό αλλά και κακό.
Βασιλική Παπαδοπούλου, Ειδική Παθολόγος