Τα τελευταία είκοσι χρόνια έχει αυξηθεί κατακόρυφα η χρήση αντικαταθλιπτικών σκευασμάτων. Ο ένας στους δέκα Αμερικανούς λαμβάνει τέτοια φάρμακα προκειμένου να βελτιωθεί η διάθεσή του, ενώ το ποσοστό στις γυναίκες μεταξύ των σαράντα και των πενήντα ετών φτάνει το 25%.
Γιατί, όμως, συμβαίνει αυτό; Οι ειδικοί υποστηρίζουν ότι η κλινική κατάθλιψη είναι συνηθισμένη διαταραχή και τα οικονομικά άγχη επιβαρύνουν το στρες που νιώθουμε. Οι τηλεοπτικές διαφημίσεις που προωθούν τη χρήση αντικαταθλιπτικών αλλά και τα ασφαλιστικά προγράμματα που τα καλύπτουν αυξάνονται περιορίζοντας τις ευκαιρίες για ηπιότερες μορφές ψυχοθεραπείας. Μία πρόσφατη μελέτη, όμως, προτείνει έναν ακόμα λόγο για την υπερσυνταγογράφηση των αντικαταθλιπτικών: την υπερβολική ευκολία στη διάγνωση της κλινικής κατάθλιψης.
Η μελέτη, η οποία δημοσιεύτηκε τον Απρίλιο στην επιθεώρηση Psychotherapy and Psychosomatics διαπιστώνει ότι τα δύο τρίτα ενός δείγματος πέντε χιλιάδων ανθρώπων που είχαν διαγνωστεί με κλινική κατάθλιψη την τελευταία χρονιά, δεν πληρούσαν τα κριτήρια που περιγράφονται στη «Βίβλο της ψυχιατρικής», το Διαγνωστικό και Στατιστικό Εγχειρίδιο Ψυχικών Νοσημάτων (DSM).
Δεν είναι η πρώτη μελέτη που καταλήγει σε αυτό το συμπέρασμα. Συχνότερα η λανθασμένη διάγνωση αφορά ηλικιωμένους ασθενείς. Οπως και να έχει, όσοι διαγιγνώσκονται ως πάσχοντες από κλινική κατάθλιψη λαμβάνουν αντικαταθλιπτικά σκευάσματα και οι περισσότεροι εξακολουθούν να παίρνουν τουλάχιστον επί δύο χρόνια. Πολλοί τα συνεχίζουν επί δέκα χρόνια παρά τις σοβαρές παρενέργειες που έχουν.
«Οι γιατροί συνταγογραφούν πολλά αντικαταθλιπτικά και ο κόσμος απαιτεί περισσότερα», αναφέρει ο δρ Ραμίν Μοζταμπάι της Σχολής Δημόσιας Υγείας Μπλούμπεργκ στο Τζον Χόπκινς. «Το αίσθημα λύπης, τα άγχη της καθημερινότητας και τα προβλήματα στις διαπροσωπικές σχέσεις προκαλούν παροδικά συναισθήματα λύπης. Ομως οι Αμερικανοί θέλουν φάρμακα για να τα αντιμετωπίσουν».
Η Ολλανδική Ιατρική Εταιρία κάλεσε τα μέλη της να συνταγογραφούν αντικαταθλιπτικά μόνο σε πολύ σοβαρές περιπτώσεις και στους υπόλοιπους να δίνουν ψυχολογική βοήθεια και στήριξη.
Παραδόξως, στις ΗΠΑ αφθονούν οι λανθασμένες διαγνώσεις. Οσοι πραγματικά πάσχουν από κατάθλιψη μένουν χωρίς θεραπεία, εξηγεί ο δρ Μαρκ Ολφσον, καθηγητής Ψυχιατρικής του πανεπιστημίου Κολούμπια. Μάλιστα πρέπει να περάσουν οκτώ χρόνια μέχρι να αναζητήσουν βοήθεια.
«Θα ήταν πολύ καλό να μπορούσαμε να διαγνώσουμε την κατάθλιψη με μία αντικειμενική εξέταση αίματος ή ένα εγκεφαλογράφημα», λέει ο δρ Τζέφρι Λίμπερμαν πρόεδρος της αμερικανικής Ψυχιατρικής Εταιρίας. «Ομως εδώ η διάγνωση γίνεται με ιστορικό, συμπτώματα και παρατήρηση».
Σύμφωνα με το DSM, για τη διάγνωση κατάθλιψης πρέπει ο ασθενής να νιώθει θλίψη, να μην ενδιαφέρεται για δραστηριότητες για τουλάχιστον δύο εβδομάδες, να έχει χάσει ή κερδίσει βάρος, να μην μπορεί να κοιμηθεί, να έχει ευερεθιστότητα, κούραση, χαμηλή ενέργεια, υπερβολικές ενοχές, δυσκολία συγκέντρωσης και τουλάχιστον σκέψη θανάτου.
kathimerini.gr