Ένα σημείο συνάντησης στη βραζιλιάνικη πόλη Maués, αποτελεί η «παρθένα» άμμος στην παραλία Ponta da Maresia.
Όσοι ξυπνούν νωρίς κατευθύνονται προς την παραλία με τα ζεστά νερά που δεν έχουν κύματα ή αλάτι, καθώς βρίσκεται στις όχθες του ποταμού Maués-Acú στην καρδιά του δάσους του Αμαζονίου, περίπου 1.000 χιλιόμετρα μακριά από τον ωκεανό.
Είναι μια βιομηχανία εκατομμυρίων δολαρίων για την οικονομία της Βραζιλίας σε ετήσια βάση.
Το γκουαρανά περιέχει υψηλά επίπεδα καφεΐνης – έως και τέσσερις φορές περισσότερο από τους κόκκους καφέ, καθώς και άλλες διεγερτικές ουσίες που συνδέονται με βελτιωμένη νοητική απόδοση. Πολλές έρευνες διερευνούν τις δυνατότητές του στην πρόληψη των καρδιαγγειακών παθήσεων, ως αντιφλεγμονώδες, αντιοξειδωτικό, αντικαταθλιπτικό, εντερικό ρυθμιστή και ακόμη και αφροδισιακό.
Η ιστορία του γκουαρανά
Η περιοχή Maués μπορεί να αποκληθεί «η γη του γκουαρανά», όμως η ιστορία του φρούτου προηγείται της πόλης. Οι αυτόχθονες Sateré-Mawé καλλιεργούν το γκουαρανά στα δάση των προγόνων τους για χιλιετίες. Ήταν οι πρόγονοί τους εκείνοι που εξημέρωσαν το είδος, έμαθαν τις ιδιότητές του και ανέπτυξαν καλύτερες τεχνικές καλλιέργειας και επεξεργασίας.
Ήταν μόλις 352 χρόνια πριν ωστόσο που το πρώτο γραπτό κείμενο για το γκουαρανά εμφανίστηκε, όταν οι Sateré-Mawé ήρθαν για πρώτη φορά σε επαφή με Ευρωπαίους. Ήταν το έτος 1669 και ένας Ιησουίτης ιερέας, ο João Felipe Betendorf, σε μία από τις πολλές αποστολές που τον έστειλε η Πορτογαλία για να ανακαλύψει τους θησαυρούς του Αμαζονίου, έγραψε για ένα μικρό φρούτο, το οποίο οι Sateré-Mawé αποξήραναν και συνέθλιβαν, δημιουργώντας μπάλες που άξιζαν για εκείνους «όσο ο χρυσός για τους λευκούς».
Τον 18ο αιώνα, οι Πορτογάλοι άποικοι περιέγραψαν το φρούτο ως το «πιο πολύτιμο περιουσιακό στοιχείο» των Sateré-Mawé και μίλησαν για τη χρήση του ως νόμισμα σε πληρωμές. Τον 19ο αιώνα το φρούτο έφτανε στη Βολιβία, την Αργεντινή, ακόμη και την Ευρώπη, όπου το «εκτίμησαν ιδιαίτερα» άνθρωποι της επιστήμης στη Διεθνή Έκθεση του Λονδίνου το 1862.