Το λίπος είναι απαραίτητο στο σώμα μας ώστε να παράγει ενέργεια, για τις βασικές του λειτουργίες.
Τα καλά λιπαρά είναι πολύ ωφέλιμα για το μυαλό, την καρδιά, και την απορρόφηση βιταμινών.
Υπάρχει μεγάλη διαφορά ανάμεσα στα καλά και στα κακά λίπη και μερικές φορές είναι δύσκολο να θυμόμαστε πώς ακριβώς επηρεάζουν την διατροφή μας. Διαβάστε όλα όσα πρέπει να ξέρετε για τα λίπη στα τρόφιμα σας:
Trans λιπαρά = Κακά
Τα Trans λιπαρά ή αλλιώς υδρογονωμένα λιπαρά, είναι από τα πράγματα που θα ακούσετε από ένα διαιτολόγο να μην καταναλώνετε.
Τα περισσότερα trans λιπαρά στη διατροφή μας δημιουργούνται τεχνητά με την προσθήκη υδρογόνου σε φυτικά έλαια για να γίνουν πιο στερεά, παράγοντας υδρογονωμένα και μερικώς υδρογονωμένα έλαια.
Χρησιμοποιούνται συχνά σε τυποποιημένα τρόφιμα για να αυξηθεί η διάρκεια ζωής τους, ενώ ταυτόχρονα μπορεί να τα συναντήσετε σε εστιατόρια ‘’fast food’’. Ακόμη και αν ένα προϊόν λέει ότι είναι «χωρίς trans λιπαρά», θα μπορούσε να περιέχει ίχνη.
Τι είναι αυτό που τα κάνει τόσο ανεπιθύμητα;
Τα Trans-λιπαρά μπορεί να αυξήσουν τα επίπεδα της κακής χοληστερόλης (λιποπρωτεΐνη χαμηλής πυκνότητας, ή LDL) στο αίμα σας, να μειώσουν τα επίπεδα της καλής χοληστερόλης (λιποπρωτεΐνη υψηλής πυκνότητας ή HDL). Είναι προ-φλεγμονώδη και επιβλαβή για την καρδιά και για αυτόν το λόγο η κυβέρνηση των ΗΠΑ προσπαθεί να τα απαγορεύσει.
Τα καλά νέα είναι ότι πλέον βρίσκονται σε λιγότερες πηγές από ποτέ, αλλά πρέπει να συνεχίσουμε να βρισκόμαστε σε επαγρύπνηση όσο αφορά την περιορισμένη κατανάλωσή τους.
Ο καλύτερος τρόπος για να βεβαιωθείτε ότι δεν υπάρχουν στο φαγητό σας είναι να ελέγξετε τον κατάλογο των συστατικών: Αν δείτε «υδρογονωμένα» ή «μερικώς υδρογονωμένα» οπουδήποτε, αποφύγετε την κατανάλωση αυτού του τροφίμου!
Ποια είναι η κατάλληλη περιεκτικότητα λίπους στη δίαιτα;
Οι περισσότεροι οργανισμοί υγείας δίνουν οδηγίες για μια διατροφή χαμηλής περιεκτικότητας λίπους, σε ποσοστό <30% της συνολικής προσληψης.
Ωστόσο, υπάρχει πληθώρα μελετών που αμφισβητούν αυτό το δεδομένο και συνιστούν διαιτολόγια χαμηλών υδατανθράκων και επομένως, υψηλότερων σε λίπη και πρωτεΐνες, καθώς αυτά φαίνεται να είναι πιο αποτελεσματικά για την πρόληψη καρδιαγγειακών παθήσεων, τη ρύθμιση του βάρους και τη βελτίωση του γλυκαιμικού ελέγχου.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα μιας τέτοιας δίαιτας είναι η Μεσογειακή Διατροφή, με ποσοστό λίπους που μπορεί να φτάσει το 40%.
Που πρέπει να δώσουμε μεγαλύτερη έμφαση;
Ο Χ. Δημοσθενόπουλος δίνει ιδιαίτερη έμφαση στην ποιότητα και όχι στην ποσότητα του προσλαμβανόμενου λίπους. Η θέση αυτή συμφωνεί με τις έρευνες που δείχνουν ότι είναι προτιμότερο να αποφεύγονται τα trans λιπαρά και τα κορεσμένα λίπη να αντικαθίστανται από πολυακόρεστα και μονοακόρεστα, συγκριτικά με τη μείωση της συνολικής πρόσληψης διαιτητικού λίπους.
Η Θεοδώρα Λάππα, Msci, Προϊσταμένη Τμήματος Διατροφής, ΓΝΑ «ΚΑΤ», παραθέτει τη δική της γνώμη σχετικά με το ποσοστό λίπους που πρέπει να έχει η δίαιτα. Αναφέρει ότι:
Η ενοχοποίηση του λίπους και ο περιορισμός του στο 30% της συνολικής θερμιδικής πρόσληψης ουσιαστικά στοχεύει στη μείωση του κορεσμένου λίπους
Παράλληλα όμως, αυτό προκαλεί μείωση της πρόσληψης ακόρεστων λιπών και αύξηση των προσλαμβανόμενων επεξεργασμένων υδατανθράκων.
Καρδιαγγειακός κίνδυνος και γλυκαιμικό σκορ
Στη συνέχεια, παρουσιάζονται έρευνες που δείχνουν ότι ο καρδιαγγειακός κίνδυνος επηρεάζεται από το υψηλό γλυκαιμικό σκορ και όχι από το ποσοστό των λιπιδίων της διατροφής, καθώς αυτό που έχει σημασία είναι το είδος τους. Έτσι, πρέπει να δίνεται περισσότερη προσοχή στις ποσότητες των κορεσμένων και trans λιπαρών που περιέχονται στη δίαιτα.
Τέλος, φαίνεται ότι αν αυτά αντικατασταθούν από μονοακόρεστα λιπαρά, βελτιώνονται τα επίπεδα των τριγλυκεριδίων, μειώνεται η ολική και η LDL χοληστερόλη και αυξάνεται η HDL, ενώ η αντικατάστασή τους από υδατάνθρακες δεν έχει ιδιαίτερη επίδραση στην υγεία.