Σύμφωνα με Γάλλους ειδικούς, η κατανάλωση πολλών αλλαντικών μπορεί να προκαλέσει καρκίνο. Αιτία είναι τα καρκινογόνα πρόσθετα που χρησιμοποιούνται για να δώσουν στα αλλαντικά το χαρακτηριστικό ροζ χρώμα τους.
Η Γαλλία έχει δεσμευτεί να μειώσει τη χρήση νιτρικών και νιτρωδών αλάτων, λέγοντας ότι είναι ζωτικής σημασίας να περιοριστεί η χρήση τους σε «αυστηρά αναγκαίες» ποσότητες.
Εκκλήσεις για παρόμοια δράση γίνονται και στο Ηνωμένο Βασίλειο, σε συνέχεια της απόφασης του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (ΠΟΥ), ο οποίος χαρακτήρισε το 2015 το επεξεργασμένο κρέας ως καρκινογόνο.
Ο Sir Chris Whitty, Άγγλος ιατρός, ηγείται του κινήματος για την αλλαγή του βρετανικού μπέικον για πάντα.
Περίπου το 90% του μπέικον που πωλείται στα σούπερ μάρκετ του Ηνωμένου Βασιλείου, περιέχει επικίνδυνες χημικές ουσίες.
Εκτός από τον καρκίνο του εντέρου, τα νιτρικά και τα νιτρώδη άλατα έχουν επίσης συνδεθεί με τον καρκίνο του μαστού και του προστάτη.
Οι υπεύθυνοι της Anses, εθνικού οργανισμού για την ασφάλεια των τροφίμων της Γαλλίας, δήλωσαν ότι η ανασκόπησή τους κατέληξε στο ίδιο συμπέρασμα με τον ΠΟΥ, συνδέοντας τον κίνδυνο καρκίνου του εντέρου με την έκθεση σε νιτρώδη και νιτρικά άλατα.
Τα νιτρώδη χρησιμοποιούνται ευρέως σε επεξεργασμένα κρέατα για να παρατείνουν τη διάρκεια ζωής τους, αποτρέποντας τα βακτήρια που μπορούν να προκαλέσουν ασθένειες όπως η σαλμονέλα, η λιστερίωση και η αλλαντίαση.
Το σημαντικό είναι ότι δίνουν πικάντικη γεύση και ροζ απόχρωση σε προϊόντα όπως το μπέικον.
Τα νιτρικά χρησιμοποιούνται πιο συχνά ως λίπασμα στη γεωργία, με αποτέλεσμα να καταλήγουν στα αποθέματα νερού, μπορούν όμως να προστεθούν στα κρέατα ως συντηρητικό.
Η Anses «συνιστά τη μείωση της κατανάλωσης νιτρικών και νιτρωδών αλάτων περιορίζοντας την έκθεση σε τροφές που τα περιέχουν».
«Τα νιτρώδη και τα νιτρικά άλατα που προσλαμβάνονται μέσω των τροφών και του νερού είναι γνωστό ότι προκαλούν το σχηματισμό νιτροζοενώσεων, μερικές από τις οποίες είναι καρκινογόνες και γονιδιοτοξικές για τον άνθρωπο».
«Όσο μεγαλύτερη είναι η έκθεση σε αυτές τις ενώσεις, τόσο υψηλότερος είναι ο κίνδυνος καρκίνου του παχέος εντέρου στον πληθυσμό».
Ο οργανισμός εκτιμά ότι οι Γάλλοι λαμβάνουν από την κατανάλωση αλλαντικών πάνω από το ήμισυ της συνιστώμενης καθημερινής ποσότητας νιτρωδών. Προσθέτει ωστόσο, ότι το 99% του πληθυσμού δεν υπερβαίνει τα ημερήσια όρια κατανάλωσης νιτρικών αλάτων.
Αυτά είναι 0,07 mg νιτρωδών ανά κιλό βάρους και 3,7 mg νιτρικών ανά κιλό βάρους καθημερινά.
Η Anses συμβουλεύει τους καταναλωτές να μην υπερβαίνουν τα 150 γραμμάρια επεξεργασμένων κρεάτων την εβδομάδα, δηλαδή περίπου 20 γραμμάρια την ημέρα, που ισοδυναμεί με περίπου μία φέτα ζαμπόν.
Σύμφωνα με τις τρέχουσες κατευθυντήριες γραμμές στο Ηνωμένο Βασίλειο, οι καταναλωτές πρέπει να τρώνε 70 γραμμάρια μαγειρεμένου κόκκινου ή επεξεργασμένου κρέατος την ημέρα, ποσότητα υπερτριπλάσια από αυτή που συστήνουν οι Γάλλοι.
Ο Δρ. Πούλτερ, πρώην υπουργός Υγείας της Μ. Βρετανίας υπό τον Ντέιβιντ Κάμερον, έχει κερδίσει διακομματική υποστήριξη για την πρότασή του, σύμφωνα με την οποία οι παραγωγοί κρέατος πρέπει να χρησιμοποιούν πιο φυσικές εναλλακτικές για τη συντήρηση των αλλαντικών χωρίς τον πρόσθετο κίνδυνο καρκίνου.
Οι βρετανοί παραγωγοί κρέατος απάντησαν, λέγοντας ότι ορισμένοι κατασκευαστές έχουν ήδη μειώσει τη χρήση νιτρωδών αλάτων έως και 60% σε σχέση με το παρελθόν. Υπάρχουν επίσης κάποιες επιλογές χωρίς νιτρώδη άλατα σε ορισμένα βρετανικά σούπερ μάρκετ.
Στο Ηνωμένο Βασίλειο καταγράφονται κάθε χρόνο περίπου 43.000 νέες περιπτώσεις καρκίνου του εντέρου, καθιστώντας τον τον 4ο πιο συχνό καρκίνο στη χώρα.
Η Cancer Research UK εκτιμά ότι περίπου το 13% αυτών των περιπτώσεων προκαλούνται από την κατανάλωση επεξεργασμένου κρέατος.
Στις ΗΠΑ, διαγιγνώσκονται κάθε χρόνο περίπου 140.000 άνθρωποι με αυτή τη μορφή καρκίνου.
Τα σημάδια του καρκίνου του παχέος εντέρου περιλαμβάνουν αλλαγές στις κενώσεις του εντέρου, αίμα στα κόπρανα και κοιλιακό άλγος μετά το φαγητό.
Μια φωτογραφία χίλιες λέξεις: Ακολούθησε το pronews.gr στο Instagram για να «δεις» τον πραγματικό κόσμο!
Αν παρουσιάζετε τέτοια συμπτώματα τα οποία διαρκούν πάνω από τρεις εβδομάδες, συμβουλευτείτε γιατρό.