Τυχαία συμπτώματα όπως πόνος στη μέση ή την κοιλιά ή «φούσκωμα», που οδηγούν στα επείγοντα του νοσοκομείου, μπορεί να μην είναι τελικά τόσο αθώα και ενδέχεται μέσα σε διάστημα 30 ημερών από την εισαγωγή, να φτάσουν σε διάγνωση κάποιας μορφής καρκίνου και μάλιστα όχι σε αρχικό στάδιο.
Πρόσφατη μελέτη που δημοσιεύθηκε στο Lancet, διαπίστωσε ότι κατά μέσο όρο το 24% – 42,5% των περιστατικών καρκίνου διαγνώσκονται στο πλαίσιο επείγουσας εισαγωγής στο νοσοκομείο για κάποιο σύμπτωμα, που μάλιστα έχει απασχολήσει τον ασθενή και παλαιότερα και για το οποίο έχει κάνει χρήση υπηρεσιών υγείας σε δομή πρωτοβάθμιας περίθαλψης.
Η μελέτη με επικεφαλής τον καθηγητή Επιδημιολογίας του τμήματος Συμπεριφορικών Επιστημών και Υγείας του University College London Γιώργο Λυρατζόπουλο, πραγματοποιήθηκε σε έξι χώρες υψηλού εισοδήματος (Αυστραλία, Καναδάς, Δανία, Νέα Ζηλανδία, Νορβηγία και Ηνωμένο Βασίλειο), λαμβάνοντας δεδομένα ασθενών από 14 περιοχές των χωρών αυτών.
Τα περιστατικά αφορούσαν ασθενείς που εισήχθησαν στο νοσοκομείο από το τμήμα επειγόντων περιστατικών και εντός 30 ημερών από την εισαγωγή, τους έγινε πρωτογενής διάγνωση διηθητικού καρκίνου του οισοφάγου, του στομάχου, του παχέος εντέρου, του ορθού, του ήπατος, του παγκρέατος, του πνεύμονα ή των ωοθηκών στο χρονικό διάστημα 1.1.2012-31.12.2017. Τα στοιχεία αφορούσαν το είδος του καρκίνου, την ηλικία, το φύλο, το έτος της διάγνωσης και το στάδιο της διάγνωσης.
Σύμφωνα με τη μελέτη, σε 857.068 ασθενείς σε 14 διοικητικές περιοχές των παραπάνω χωρών, το ποσοστό των διαγνώσεων μέσω επείγουσας προσέλευσης κυμάνθηκε από 24% (9.165 από 38.212 ασθενείς) έως 42,5% (12.238 από 28.794 ασθενείς) για το σύνολο των ειδών καρκίνου που εξετάσθηκαν. Η διακύμανση ήταν σταθερά μεγάλη για κάθε είδος καρκίνου σε όλες τις περιοχές.
Οι αιτίες της εισαγωγής
Οι υπό μελέτη μορφές καρκίνου έχουν σημαντική δυσκολία στη διάγνωση καθώς τα συμπτώματα δεν παραπέμπουν εύκολα σε καρκίνο. Για παράδειγμα, ο καρκίνος του παγκρέατος, ο οποίος είχε το υψηλότερο ποσοστό επειγουσών εισαγωγών σταθερά σε όλες τις περιφέρειες που εξετάστηκαν, συχνά εμφανίζεται με συμπτώματα χαμηλής προγνωστικής αξίας για τον καρκίνο, όπως πόνος στην κοιλιά ή τη μέση.
Αντίστοιχα, πολλοί ασθενείς με καρκίνο του πνεύμονα, του παχέος εντέρου και των ωοθηκών παρουσιάζουν μη ειδικά συμπτώματα, για παράδειγμα, βήχα, πόνο στην κοιλιά ή φούσκωμα. Αξίζει να σημειωθεί ότι αυτοί οι καρκίνοι συνδέονται με υψηλά ποσοστά πολλαπλών επισκέψεων στην πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας πριν οριστικοποιηθεί η διάγνωση.
Αντίθετα, ο καρκίνος του οισοφάγου και του ορθού, που έχει τα χαμηλότερα περιστατικά διάγνωσης στο πλαίσιο επείγοντος περιστατικού, έχουν σαφέστερα συμπτώματα που παραπέμπουν σε καρκίνο, όπως δυσφαγία και αιμορραγία από το ορθό.
Η συχνότητα ανά μορφή καρκίνου
Οι διαγνώσεις καρκίνου του παγκρέατος είχαν το υψηλότερο ποσοστό επειγόντων περιστατικών κατά μέσο όρο συνολικά (46,1% σε 30.972 από 67.173 ασθενείς), με το εύρος ανά περιοχή να κυμαίνεται από 34,1% (1.083 από 3.172 ασθενείς) έως 60,4% (1.317 από 2.182 ασθενείς).
Ο καρκίνος του ορθού είχε το χαμηλότερο ποσοστό επειγόντων περιστατικών κατά μέσο όρο συνολικά (12,1% σε 10.051 από 83.325 ασθενείς), με εύρος διακύμανσης από 9,1% (403 από 4.438 ασθενείς) έως 19,8% (643 από 3247 ασθενείς) ανά περιοχή.
- Καρκίνος παγκρέατος 34,1% – 60,4%
- Καρκίνος πνεύμονα 26,6% – 51,1%
- Καρκίνος ήπατος 28,3% – 50,6%
- Καρκίνος ωοθηκών 20,6% – 48,1%
- Καρκίνος στομάχου 23,7% – 47,8%
- Καρκίνος οισοφάγου 18,5 – 36,8%
- Καρκίνος ορθού 22,9% – 36,6%
- Καρκίνος παχέος εντέρου 9,1% – 19,8%.
Σε όλες τις περιοχές, η μεγαλύτερη ηλικία (δηλαδή, 75-84 ετών ή 85 ετών και πάνω, σε σύγκριση με νεότερους ασθενείς) και το προχωρημένο στάδιο στη διάγνωση σε σύγκριση με το μη προχωρημένο στάδιο συσχετίστηκαν σταθερά με αυξημένο κίνδυνο για εμφάνιση έκτακτης ανάγκης, με το ποσοστό των επειγόντων περιστατικών να είναι το υψηλότερο στις μεγαλύτερες ηλικίες (85 ετών και άνω) για το 98% των νοσηλευτικών δομών (110 από τις 112 δομές).
Εξαίρεση αποτελούν οι καρκίνοι του ορθού και του στομάχου, τα ποσοστά των οποίων ήταν υψηλότερα στην ηλικιακή ομάδα των 15-64 ετών, έναντι της επόμενης ομάδας των 65-74 ετών.
Επιπλέον όμως διαπιστώθηκε στο 97% των δομών που είχαν διαθέσιμα σχετικά στοιχεία (98 από 101 δομές) ότι τα περιστατικά που διαγνώστηκαν ύστερα από επείγουσα εισαγωγή, βρίσκονταν και στο πιο προχωρημένο στάδιο (μέχρι μεταστάσεις) σε σύγκριση με αντίστοιχα περιστατικά που διαγνώστηκαν στο πλαίσιο τακτικού ελέγχου.
Σε όλες τις περιοχές, και παρά την ετερογένεια, οι ασθενείς που διαγνώστηκαν ως επείγοντα περιστατικά, είχαν σταθερά σημαντικά μεγαλύτερο κίνδυνο θνησιμότητας σε 12 μήνες από ό,τι οι ασθενείς που διαγνώστηκαν με καρκίνο στο πλαίσιο προγραμματισμένου ελέγχου και όχι λόγω κάποιας επείγουσας ανάγκης.
Η συσχέτιση μεταξύ επείγοντος περιστατικού και μονοετούς επιβίωσης ανά περιοχή ήταν αρνητική, για τα περιστατικά καρκίνου παχέος εντέρου, στομάχου, πνεύμονα, ήπατος, παγκρέατος και ωοθηκών. Συγκεκριμένα παρατηρήθηκε πως αύξηση 10% στο ποσοστό των διάγνωσης ύστερα από επείγουσα εισαγωγή ανά περιοχή, σχετίζεται με μείωση στην καθαρή επιβίωση ενός έτους μεταξύ 2,5% και 7%.
Προβληματισμός στις υπηρεσίες υγείας
Όπως επισημαίνουν οι συγγραφείς της μελέτης, σημαντικό ποσοστό περιστατικών καρκίνου διαγνώσκονται στο νοσοκομείο ύστερα από επείγουσα εισαγωγή, σε διεθνές επίπεδο.
Συγκεκριμένοι τύποι καρκίνου, η μεγαλύτερη ηλικία και το προχωρημένο στάδιο της διάγνωσης συσχετίζονται σταθερά με αυξημένο κίνδυνο να εμφανιστεί κάποια έκτακτη ανάγκη εισαγωγής, γεγονός που ενισχύει την κακή πρόγνωση και πιθανώς συμβάλλει στις διαφορές που καταγράφονται στην επιβίωση των ασθενών με καρκίνο, διεθνώς.
Οι συγγραφείς της μελέτης επισημαίνουν ότι όπως συνέβη και σε άλλες αντίστοιχες μελέτες, και εδώ, δεν εξετάσθηκε η χρήση των υπηρεσιών υγείας πριν την σχετική επείγουσα εισαγωγή στο νοσοκομείο.
Άλλες έρευνες όμως ξεχωρίζουν τρεις κύριους υποτύπους ασθενών που χρειάστηκαν έκτακτη εισαγωγή:
- Αυτούς που δεν έχουν ιστορικό επισκέψεων στην πρωτοβάθμια φροντίδα,
- Αυτούς που ζήτησαν βοήθεια και ερευνήθηκαν εκλεκτικά όταν εμφανίστηκε η έκτακτη ανάγκη και
- Αυτούς που ζήτησαν βοήθεια (κατά καιρούς επανειλημμένα) αλλά δεν έγινε καμία περαιτέρω διερεύνηση των συμπτωμάτων.
Για το λόγο αυτό, οι συγγραφείς επισημαίνουν πως μελλοντικές διεθνείς μελέτες θα πρέπει να αντιμετωπίσουν αυτό το κενό ενσωματώνοντας συνδέσμους με ηλεκτρονικά αρχεία υγείας πρωτοβάθμιας περίθαλψης.
Παράλληλα, δε, τονίζουν πως παγκόσμια προτεραιότητα για τον έλεγχο του καρκίνου αποτελούν η παρακολούθηση των εκτάκτων περιστατικών εισαγωγής, ο εντοπισμός των συμπεριφορικών παραγόντων που ευνοούν την ανάπτυξή του, καθώς και οι παράγοντες λειτουργίας των υπηρεσιών περίθαλψης.