Ογκολογικοί ασθενείς των οποίων η θεραπεία καθυστερεί έως και ένα μήνα αντιμετωπίζουν αυξημένο κίνδυνο κατά 6%- 13% να χάσουν τη ζωή τους- ένα κίνδυνος που συνεχίζει να αυξάνεται όσο η θεραπεία δεν ξεκινά—υποστηρίζει μία έρευνα που δημοσιεύτηκε στο The BMJ.
Καναδοί και Βρετανοί ερευνητές βρήκαν ότι υπήρχε ένας σημαντικός αντίκτυπος στη θνησιμότητα των ατόμων αν η θεραπεία – χειρουργική, χημειοθεραπεία ή ακτινοθεραπεία – καθυστερούσε, ιδίως για επτά διαφορετικούς τύπους καρκίνου.
Παγκοσμίως τα συστήματα υγείας αντιμετωπίζουν προβλήματα με την καθυστέρηση της θεραπείας του καρκίνου, και αυτό μπορεί να έχει δυσμενείς συνέπειες στην πορεία του ασθενή.
Ωστόσο, οι συνέπειες αυτές δεν έχουν εξεταστεί διεξοδικά.
Η ανάγκη για καλύτερη κατανόηση των επιπτώσεων αυτής της καθυστέρησης ήρθε στο επίκεντρο κατά τη διάρκεια της πανδημίας COVID-19, καθώς πολλές χώρες έχουν έρθει αντιμέτωπες με την αναβολή χειρουργικών επεμβάσεων και ακτινοθεραπειών για τον καρκίνο καθώς επίσης και με τη μείωση της χρήσης συστηματικών θεραπειών (π.χ χημειοθεραπειών) , ενώ την ίδια στιγμή τα συστήματα υγείας έχουν καθοδηγήσει τους πόρους τους απέναντι στην πανδημία.
Έτσι μία ομάδα ερευνητών με επικεφαλής τον Timothy Hanna από το Queen’s University του Kingston του Καναδά, πραγματοποίησε μία ανασκόπηση και ανάλυση σχετικών με το θέμα μελετών που δημοσιεύτηκαν από το 2000 έως και τον Απρίλιο του 2020.
Οι μελέτες αυτές είχαν δεδομένα από χειρουργικές επεμβάσεις, συστηματικές θεραπείες (όπως η χημειοθεραπεία) ή ακτινοθεραπεία για επτά είδη καρκίνου:
– της ουροδόχου κύστης,
-του στήθους,
-του παχέος εντέρου,
-του ορθού,
-του πνεύμονα,
-του τραχήλου της μήτρας και,
-του καρκίνου κεφαλής και τραχήλου, που αντιπροσωπεύουν συνολικά το 44% όλων των νέων περιπτώσεων καρκίνου παγκοσμίως.
Το σημαντικότερο αποτέλεσμα των μετρήσεων ήταν η αύξηση του κινδύνου θανάτου για περιπτώσεις καθυστέρησης με διάρκεια ενός μήνα – οι καθυστερήσεις υπολογίστηκαν από τη στιγμή της διάγνωσης μέχρι την πρώτη θεραπεία, ή, από την ολοκλήρωση της μίας θεραπείας ως την αρχή της επόμενης.
Βρέθηκαν 34 κατάλληλες μελέτες για 17 τύπους περιπτώσεων που χρειάζονταν θεραπεία, συμπεριλαμβάνοντας περισσότερους από 1.2 εκατομμύρια ασθενείς, συνολικά.
Η συσχέτιση μεταξύ καθυστέρησης της θεραπείας και αυξημένης θνησιμότητας ήταν σημαντική για 13 από τους 17 αυτούς τύπους.
Η ανάλυση των αποτελεσμάτων έδειξε ότι μεταξύ των τριών αυτών θεραπευτικών προσεγγίσεων, μία καθυστέρηση της θεραπείας με διάρκεια ενός μήνα συσχετίστηκε με αυξημένο κίνδυνο θανάτου.
Για τις χειρουργικές επεμβάσεις: υπήρχε 6-8% αύξηση του κινδύνου θανάτου για κάθε καθυστέρηση διάρκειας ενός μήνα, ενώ οι συνέπειες ήταν ακόμη μεγαλύτερες για κάποιες περιπτώσεις που έχρηζαν ακτινοθεραπείας ή χημειοθεραπείας,
-με αυξημένο κατά 9% κίνδυνο θανάτου για ακτινοθεραπεία ως κύρια αντιμετώπιση του καρκίνου κεφαλής και τραχήλου, και,
-13% για επικουρική συστηματική θεραπεία στον καρκίνου του παχέως εντέρου.
Επιπρόσθετα, οι ερευνητές υπολόγισαν πως καθυστερήσεις που ξεπερνούσαν τους δύο και τους τρεις μήνες αύξαναν ακόμη περισσότερο τον κίνδυνο θανάτου, χρησιμοποιώντας το παράδειγμα ασθενή με καρκίνο του μαστού που αν καθυστερούσε δύο μήνες να προχωρήσει σε χειρουργική επέμβαση:
-ο κίνδυνος θανάτου θα αυξανόταν κατά 17%, ενώ,
-μία καθυστέρησης τριών μηνών θα αύξανε τον κίνδυνο κατά 26%.
Μία καθυστέρηση χειρουργικής επέμβασης διάρκειας τριών μηνών για όλους τους ασθενείς με καρκίνο του μαστού για ένα χρόνο (για παράδειγμα κατά τη διάρκεια της καραντίνας λόγω της πανδημίας COVID-19) θα οδηγούσε σε:
-1.400 περισσότερους θανάτους στο Ηνωμένο Βασίλειο,
-6.100 στις Ηνωμένες Πολιτείες,
-700 στον Καναδά και,
-500 στην Αυστραλία, υποθέτοντας πως η χειρουργική επέμβαση ήταν η πρώτη θεραπεία για:
-το 83% των περιπτώσεων, ενώ,
-η θνησιμότητα χωρίς την καθυστέρηση ήταν σε ποσοστό 12%.
Οι ερευνητές χρησιμοποίησαν ένα παράδειγμα από το εθνικό σύστημα υγείας (NHS) του Ηνωμένου Βασιλείου, το οποίο στην αρχή της πανδημίας COVID-19, δημιούργησε έναν αλγόριθμο για να θέσει σε προτεραιότητα τις χειρουργικές επεμβάσεις.
Για έναν αριθμό περιστατικών θεωρήθηκε ασφαλές να υπάρξει καθυστέρηση από 10 ως 12 εβδομάδες χωρίς προβλεπόμενο αντίκτυπο στην έκβαση, συμπεριλαμβανομένων όλων των χειρουργικών επεμβάσεων του παχέως εντέρου.
‘Τα αποτελέσματά μας μπορούν να βοηθήσουν στην άμεση ενημέρωση της πολιτικής- βρήκαμε πως αυξάνοντας την αναμονή για αυτές τις χειρουργικές επεμβάσεις από 6 έως 12 εβδομάδες, αυξάνεται κι ο κίνδυνος θανάτου κατά 9%’’, είπαν οι συγγραφείς.
Αν και αναγνώρισαν πως η μελέτη τους είχε περιορισμούς, όπως το γεγονός ότι βασίστηκε σε δεδομένα από μελέτες παρατήρησης, τα οποία δεν μπορούν να αποδείξουν την αιτία ενώ υπήρχε πιθανότητα οι ασθενείς με μεγαλύτερες καθυστερήσεις στη θεραπεία να ήταν αναμενόμενο να έχουν πιο δυσμενή αποτελέσματα λόγω άλλων παραγόντων, όπως πχ η συννοσηρότητα με άλλες ασθένειες ή η νοσηρότητα εξαιτίας της ίδιας της θεραπείας.
Ωστόσο, η ανάλυση τους βασίστηκε σε μεγάλο αριθμό δεδομένων και οι ερευνητές διασφάλισαν ότι συμπεριέλαβαν μόνο μελέτες υψηλής ποιότητας και εγκυρότητας, οι οποίες δηλαδή μέτρησαν ακριβώς αυτό που εξέταζαν.
Ο Hanna καταλήγει: “Μία καθυστέρηση ενός μήνα στη θεραπεία σχετίζεται με την αύξηση της θνησιμότητας μεταξύ όλων των κοινών τύπων του καρκίνου, με μεγαλύτερες καθυστερήσεις να είναι όλο και περισσότερο επιζήμιες.
“Σε συνέχεια αυτών των αποτελεσμάτων, οι πολιτικές που επικεντρώνονται στην ελαχιστοποίηση των καθυστερήσεων στην έναρξη της θεραπείας του καρκίνου σε επίπεδο συστήματος, θα μπορούσαν να βελτιώσουν τα επίπεδα επιβίωσης του πληθυσμού“.