Παράγοντας κινδύνου είναι οτιδήποτε θα μπορούσε να επηρεάσει τις πιθανότητες ανάπτυξης μιας ασθένειας, όπως ο καρκίνος.
Οι διάφοροι τύποι καρκίνου έχουν και διαφορετικούς παράγοντες κινδύνου.
Για παράδειγμα:
-η έκθεση σε έντονο ηλιακό φως χωρίς αντηλιακό για μεγάλο χρονικό διάστημα αυξάνει τις πιθανότητες για καρκίνο του δέρματος, ενώ,
–το κάπνισμα αποτελεί παράγοντα κινδύνου για καρκίνο του πνεύμονα, του στόματος, του λάρυγγα, της ουροδόχου κύστης, των νεφρών και πολλών ακόμη οργάνων.
Ωστόσο, οι παράγοντες κινδύνου δεν οδηγούν υποχρεωτικά σε εκδήλωση μιας νόσου.
Οι περισσότερες γυναίκες που έχουν έναν ή και περισσότερους κινδύνους ανάπτυξης καρκίνου μαστού τελικά δε νοσούν, ενώ άλλες που δεν έχουν προφανείς λόγους, εκδηλώνουν τη νόσο.
“Ακόμη λοιπόν και εάν μία γυναίκα έχει παράγοντες κινδύνου για να αναπτύξει καρκίνο του μαστού είναι δύσκολο να πούμε με βεβαιότητα εάν και πόσο αυτοί οι παράγοντες θα συντελέσουν στην εμφάνιση της νόσου“, αναφέρει ο κ. Μιχάλης Μαυρουδής – Γυναικολόγος-Χειρουργός Μαστού, Αναπληρωτής Διευθυντής & Υπεύθυνος Ιατρείου Μαστού, Γυναικολογική Κλινική Ερρίκος Ντυνάν.
Ορισμένοι παράγοντες κινδύνου, όπως η ηλικία και το φύλο δεν μπορούν ν’ αλλάξουν.
Άλλοι παράγοντες όμως, που συνδέονται με τον τρόπο ζωής και τη συμπεριφορά του ατόμου μπορούν να διαφοροποιηθούν.
“Την ίδια στιγμή, ορισμένοι παράγοντες φαίνεται να ευθύνονται περισσότερο από άλλους, ενώ ο κίνδυνος εμφάνισης καρκίνου του μαστού μπορεί να διαφοροποιείται με το χρόνο εξαιτίας «φυσικών» παραγόντων, όπως η ηλικία“, σημειώνει ο κ. Μαυρουδής .
Παράγοντες κινδύνου που δεν σχετίζονται με προσωπικές επιλογές
- Το φύλο: το γυναικείο φύλο από μόνο του αποτελεί παράγοντα κινδύνου για ανάπτυξη καρκίνου μαστού, δεδομένου ότι οι γυναίκες έχουν 100 φορές περισσότερες πιθανότητες να αναπτύξουν τη νόσο συγκριτικά με τους άντρες.
- Η ηλικία: ο κίνδυνος ανάπτυξης καρκίνου αυξάνεται όσο μεγαλώνουμε, περίπου 1 στους 8 διηθητικούς τύπους καρκίνου μαστού εντοπίζεται σε γυναίκες νεότερες των 45 ετών, ενώ 2 από τους 3 διηθητικούς καρκίνους μαστού εντοπίζονται σε γυναίκες άνω των 55 ετών.
- Κληρονομικότητα: το 5% με 10% των καρκίνων του μαστού θεωρούνται ότι οφείλονται στην κληρονομικότητα, αποτελούν δηλαδή αποτέλεσμα της επίδρασης των γονιδίων (αποκαλείται μετάλλαξη) που κληρονομούνται από τους γονείς. Η πιο «γνωστή» αιτία κληρονομούμενου καρκίνου είναι οι μεταλλάξεις των γονιδίων BRCA1 και BRCA2, που αυξάνουν μέχρι και κατά 80% τον κίνδυνο ανάπτυξης καρκίνου του μαστού, παρόλο που κατά μέσο όρο ο κίνδυνος φαίνεται να κυμαίνεται στο 55 με 65%. Για τις μεταλλάξεις του BRCA2 τα ποσοστά κινδύνου ανάπτυξης της νόσου εμφανίζονται χαμηλότερα, περίπου στο 45%. Ο καρκίνος μαστού που συνδέεται με την εμφάνιση αυτών των γονιδίων απαντάται συχνότερα σε νέες γυναίκες και συνήθως προσβάλλει και τους δύο μαστούς συγκριτικά με τους τύπους καρκίνου που δε συνδέονται με αυτές τις μεταλλάξεις. Επιπλέον, οι γυναίκες με κληρονομούμενες μεταλλάξεις εμφανίζουν επίσης αυξημένο κίνδυνο ανάπτυξης άλλων μορφών καρκίνου, ειδικότερα καρκίνου των ωοθηκών.
- Οικογενειακό ιστορικό καρκίνου μαστού: Ο κίνδυνος ανάπτυξης καρκίνου μαστού εμφανίζεται αυξημένος σε γυναίκες με συγγενείς πρώτου και δεύτερου βαθμού που έχουν αναπτύξει καρκίνο μαστού. Ωστόσο πάνω από το 85% των γυναικών που νοσούν από καρκίνο του μαστού δεν έχουν κανένα «βεβαρημένο» οικογενειακό ιστορικό.
- Προσωπικό ιστορικό καρκίνου μαστού: Μία γυναίκα που έχει νοσήσει με καρκίνο του μαστού στο παρελθόν, έχει 3 με 4 φορές περισσότερο κίνδυνο ανάπτυξης μιας νέας μορφής καρκίνου στον άλλο μαστό ή σε άλλο μέρος στον ίδιο μαστό.
- Φύλο και εθνότητα: Οι λευκές γυναίκες εμφανίζουν ελάχιστα περισσότερες πιθανότητες να αναπτύξουν καρκίνο μαστού συγκριτικά με τις Αφρο-αμερικανίδες, ωστόσο οι τελευταίες είναι πιο πιθανό να πεθάνουν από τη νόσο. Ωστόσο, η νόσος αφορά περισσότερο τις Αφρο-αμερικανίδες κάτω των 45 ετών.
- Πυκνότητα μαστών: Οι μαστοί συνίστανται από λιπώδη, ινώδη και αδενικό ιστό. Εάν μία γυναίκα διαγνωστεί στη μαστογραφία με «πυκνούς μαστούς» σημαίνει πως έχει περισσότερα ινώδη και αδενικά στοιχεία στο μαστό της και λιγότερο λίπος. Οι γυναίκες με πυκνούς μαστούς έχουν 1,2 με 2 φορές περισσότερο κίνδυνο ανάπτυξης καρκίνου μαστού συγκριτικά με τις γυναίκες με λιγότερο πυκνούς μαστούς. Οι παράγοντες που επηρεάζουν την πυκνότητα του μαστού είναι η ηλικία, η ηλικία της εμμηνόπαυσης, η ορμονική υποκατάσταση, η εγκυμοσύνη και τα γονίδια.
- Συγκεκριμένες καλοήθεις παθήσεις-καταστάσεις στο μαστό: Γυναίκες που έχουν διαγνωστεί με ορισμένες καλοήθεις παθήσεις στο μαστό μπορεί να έχουν αυξημένο κίνδυνο ανάπτυξης καρκίνου στο μαστό. Οι καλοήθεις αυτές παθήσεις διαχωρίζονται σε τρεις γενικές κατηγορίες, ανάλογα με τον τρόπο που επιδρούν στην ανάπτυξη κινδύνου.
- Τις μη υπερπλαστικές αλλοιώσεις, όπως η λιπώδης νέκρωση και οι φυλλοειδείς όγκοι που φαίνεται ότι δεν επηρεάζουν καθόλου τον κίνδυνο ανάπτυξης καρκίνου και αν τον επηρεάζουν, τότε αυτό συμβαίνει σε πολύ μικρό ποσοστό.
- Τις υπερπλαστικές αλλοιώσεις χωρίς ατυπία, που φαίνεται να αυξάνουν τον κίνδυνο ανάπτυξης σ’ ένα μικρό ποσοστό, μόλις 1 ½ με 2 φορές περισσότερο από το φυσιολογικό και σε αυτές συμπεριλαμβάνονται τα πολλαπλά θηλώματα και η ακτινωτή ουλή και
- Τις υπερπλαστικές βλάβες με ατυπία, όπως η άτυπη υπερπλασία των πόρων (ADH) και η άτυπη λοβιακή υπερπλασία (ALH) που αυξάνουν 3 ½ με 5 φορές περισσότερο την ανάπτυξη καρκίνου.
- Λοβιακό Καρκίνωμα in situ: Γυναίκες με διαγνωσμένο λοβιακό καρκίνωμα in situ (LCIS ή λοβιακή νεοπλασία) εμφανίζουν 7 με 10 φορές αυξημένο κίνδυνο ανάπτυξης διηθητικού καρκίνου σ’ έναν από τους δύο μαστούς.
- Έμμηνος ρήση: Η πρόωρη έναρξη της έμμηνου ρύσης (πριν την ηλικία των 12 ετών) και η καθυστερημένη εμμηνόπαυση (μετά την ηλικία των 55 ετών) εμφανίζουν ελαφρώς αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης καρκίνου του μαστού, που ενδέχεται να οφείλεται στην παρατεταμένη έκθεση της γυναίκας σε οιστρογόνα και προγεστερόνη.
- Προηγηθείσα ακτινοθεραπεία στο στήθος: Οι γυναίκες που ως παιδιά ή έφηβες είχαν υποβληθεί σε ακτινοθεραπεία στην περιοχή του στήθους ως θεραπεία για την αντιμετώπιση άλλης μορφής καρκίνου εμφανίζουν σημαντικά αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης καρκίνου του μαστού.
-Παράγοντες κινδύνου που σχετίζονται με τον τρόπο ζωής
Η απόκτηση παιδιών: Γυναίκες που δεν έχουν τεκνοποιήσει ή γυναίκες που έκαναν το πρώτο τους παιδί μετά τα 30 τους χρόνια εμφανίζουν ελάχιστα υψηλότερο κίνδυνο ανάπτυξης καρκίνου του μαστού.
Αντισυλληπτικά χάπια: Ορισμένες έρευνες υπαινίσσονται ότι οι γυναίκες που λαμβάνουν δια στόματος αντισύλληψη (αντισυλληπτικά χάπια) εμφανίζουν ελαφρώς αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης καρκίνου του μαστού συγκριτικά με τις γυναίκες που δε λαμβάνουν χάπια. Ωστόσο, ο κίνδυνος φαίνεται να υποχωρεί όταν διακόπτεται η λήψη των αντισυλληπτικών χαπιών και να επανέρχεται στα ποσοστά που ισχύουν για τις γυναίκες που δεν έχουν λάβει ποτέ αντισυλληπτικά, 10 χρόνια μετά τη διακοπή τους.
Ορμονική θεραπεία μετά την εμμηνόπαυση: Η ορμονοθεραπεία με οιστρογόνα, συχνά σε συνδυασμό με προγεστερόνη, έχει χρησιμοποιηθεί ευρέως επί δεκαετίες για την ανακούφιση της γυναίκας από τα συμπτώματα της εμμηνόπαυσης. Αρκετές μελέτες έχουν συμπεράνει ότι η χορήγηση συνδυασμένης ορμονοθεραπείας μετά την εμμηνόπαυση αυξάνει τον κίνδυνο ανάπτυξης καρκίνου του μαστού, ενώ διαφαίνεται ότι μπορεί να αυξάνει και τις πιθανότητες θνητότητας από την ασθένεια.
Θηλασμός: Ορισμένες μελέτες υποστηρίζουν ότι ο θηλασμός μπορεί να μειώνει ελάχιστα τις πιθανότητες εκδήλωσης καρκίνου του μαστού, ιδιαίτερα εάν διαρκεί 1 ½ με 2 χρόνια. Πιθανή εξήγηση γι’ αυτό μπορεί να είναι η επίδραση του θηλασμού στην έμμηνο ρύση, όπου τη διακόπτει για αρκετούς κύκλους.
Η κατανάλωση αλκοόλ: Η κατανάλωση αλκοόλ έχει αποδεδειγμένα συνδεθεί με την αύξηση του κινδύνου εμφάνισης καρκίνου του μαστού. Ο κίνδυνος μάλιστα φαίνεται να μεγαλώνει όσο αυξάνεται και η κατανάλωση αλκοόλ, η οποία συνδέεται και με την ανάπτυξη πολλών ακόμη μορφών καρκίνου.
Αυξημένο σωματικό βάρος μετά την εμμηνόπαυση: Ο λιπώδης ιστός μετά την εμμηνόπαυση και τα υψηλά επίπεδα ινσουλίνης, και τα δύο απόρροια του υπερβολικού βάρους ή της παχυσαρκίας, αυξάνουν τις πιθανότητες εκδήλωσης καρκίνου του μαστού. Επιπλέον, το υπερβολικό λίπος στην περιοχή της μέσης (κοιλιακό λίπος) μπορεί να επιδρά περισσότερο στην ανάπτυξη καρκίνου συγκριτικά με το λίπος στους γλουτούς και τους μηρούς. Οι ερευνητές θεωρούν πως τα λιπώδη κύτταρα σε διαφορετικές περιοχές του σώματος εμφανίζουν διαφορετική συμπεριφορά και ίσως αυτό να εξηγεί τη διαφοροποίηση του κινδύνου ανάλογα με την κατανομή του λίπους.
Φυσική δραστηριότητα: Πλήθος στοιχείων συνηγορούν πως η φυσική δραστηριότητα με τη μορφή σωματικής άσκησης μειώνει τον κίνδυνο ανάπτυξης καρκίνου του μαστού. Μέτριο περπάτημα διάρκειας 1,5 με 2,5 ώρες την εβδομάδα μειώνει τον κίνδυνο κατά 18%, ενώ 10 ώρες περπάτημα την εβδομάδα μειώνει ακόμη περισσότερο τον κίνδυνο.
-Ασαφείς παράγοντες
Διατροφή και πρόσληψη βιταμινών: Πολλές μελέτες έχουν καταδείξει πιθανή συνάφεια μεταξύ της διατροφής και της εμφάνισης του καρκίνου, ενώ άλλες έρευνες έχουν αποδείξει ότι υψηλά επίπεδα συγκεκριμένων θρεπτικών συστατικών που προσλαμβάνονται με τη λήψη βιταμινών μπορεί να αυξήσουν τον κίνδυνο καρκίνου μαστού. Ωστόσο, οι έρευνες για τη διατροφή και τον καρκίνο μαστού φαίνονται αλληλοσυγκρουόμενες και αντιφατικές. Το μόνο σίγουρο είναι το λίπος και η αύξηση του σωματικού βάρους αποτελούν επιβαρυντικό παράγοντα εκδήλωσης της νόσου.
Μόλυνση του περιβάλλοντος: Χημικές ενώσεις στο περιβάλλον που μιμούνται τις ιδιότητες των οιστρογόνων έχουν ενοχοποιηθεί για την εκδήλωση καρκίνου του μαστού, όπως ουσίες που βρίσκονται στα πλαστικά, σε κάποια καλλυντικά και σε προϊόντα περιποίησης σώματος. Ωστόσο, χρειάζεται περαιτέρω έρευνα για να καθοριστούν οι πιθανοί κίνδυνοι των στοιχείων αυτών στην υγεία.
Κάπνισμα: Τα προϊόντα του καπνού, το ενεργητικό και το παθητικό κάπνισμα δεν έχει αποδειχθεί ότι συνδέεται με την ανάπτυξη καρκίνου του μαστού, ωστόσο τα χημικά από τον καπνό έχουν εντοπιστεί στο γάλα γυναικών που θηλάζουν και εκτίθενται σε παθητικό κάπνισμα, πυροδοτώντας νέες έρευνες. Σε κάθε περίπτωση το κάπνισμα συνδέεται με την εκδήλωση πολλών μορφών καρκίνου και παθήσεων του καρδιαγγειακού.
Η βραδινή εργασία: Ορισμένες έρευνες έχουν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι οι γυναίκες που εργάζονται βράδυ, όπως νοσηλεύτριες ή προσωπικό σε νυχτερινή βάρδια εμφανίζουν αυξημένο κίνδυνο ανάπτυξης καρκίνου του μαστού, ίσως εξαιτίας των αλλαγών στα επίπεδα της μελατονίνης, που η παραγωγή της επηρεάζεται από την έκθεση του σώματος στο φως.
-Άλλοι αλληλοσυγκρουόμενοι ή αναπόδεικτοι παράγοντες κινδύνου
-Τα αντιιδρωτικά,
-τα σουτιέν με μπανέλα,
-οι εκτρώσεις και,
–τα εμφυτεύματα στο στήθος, έχουν πολλές φορές μπει στο ερευνητικό στόχαστρο και έχουν δοκιμαστεί ως προς την πιθανότητα να αυξήσουν τον κίνδυνο έκφρασης καρκίνου του μαστού, ωστόσο κανένα από αυτά δεν έχει αποδειχθεί ότι συνδέεται με οιονδήποτε τρόπο με την αύξηση κινδύνου και αποτελούν φήμες”, καταλήγει ο κ. Μαυρουδής.