Η ανεπάρκεια βιταμίνης D μπορεί να συμβάλει στην καρκινογένεση και να επηρεάσει την πορεία πολλών μολυσματικών ασθενειών, συμπεριλαμβανομένων αυτών που επηρεάζουν το ήπαρ.
Τελευταίες μελέτες εξαίρουν τις ευεργετικές ιδιότητές της και την προστασία της στην υγεία του ήπατος.
Υποστηρίζουν ότι τα άτομα που έχουν επάρκεια βιταμίνης D αντιμετωπίζουν σημαντικά μικρότερο κίνδυνο εμφάνισης καρκίνου, αλλά και μιας πάθησης που ονομάζεται μη αλκοολική στεατοηπατίτιδα,η οποία μπορεί να οδηγήσει σε κακοήθεια.
«Το ηπατοκυτταρικό καρκίνωμα είναι ο πιο συχνός πρωτοπαθής καρκίνος του ήπατος και τρίτη κύρια αιτία θανάτου που αποδίδεται στον καρκίνο παγκοσμίως.
Ο κύριος παράγοντας κινδύνου για ανάπτυξή του είναι η κίρρωση, η οποία προκαλείται κατά 80% από τους ιούς της ηπατίτιδας Β και C.
Μπορεί, ωστόσο, να είναι επακόλουθο αλκοολισμού, αιμοχρωμάτωσης, κακής θρέψης, παχυσαρκίας, σακχαρώδη διαβήτη και στεάτωσης.
Όμως, το 25% των ασθενών με αυτή τη μορφή καρκίνου του ήπατος δεν έχουν ιστορικό κίρρωσης ούτε παράγοντες κινδύνου για ανάπτυξή του», αναφέρει ο εξειδικευμένος στη Χειρουργική του Ανωτέρου Πεπτικού δρ Εμμανουήλ Ζαχαράκης – Συνεργάτης της Κλινικής «Άγιος Λουκάς» (Θεσ/νίκη) & πρώην Επ. Καθηγητής Χειρουργικής του Πανεπιστημίου Imperial College London.
Τελευταίες έρευνες έχουν δείξει ότι και τα χαμηλά επίπεδα της βιταμίνης D μπορεί να γίνουν αιτία στεάτωσης, δηλαδή λιπώδους διήθησης του ήπατος, η οποία μπορεί να εξελιχθεί σε μη αλκοολική στεατοηπατίτιδα.
Αυτή η σοβαρή μορφή μη αλκοολικής λιπώδους ηπατικής νόσου χαρακτηρίζεται από νέκρωση-φλεγμονή και προοδευτική βλάβη των ιστών επιπλέον της εναπόθεσης λίπους στο ήπαρ, η οποία μπορεί να οδηγήσει σε κίρρωση και σε ηπατοκυτταρικό καρκίνωμα.
Παρότι η συχνότητα εμφάνισής του είναι υψηλότερη στην Ασία και την Αφρική, όπου ο επιπολασμός της ηπατίτιδας Β και της ηπατίτιδας C (που προδιαθέτει για ανάπτυξη χρόνιας ηπατικής νόσου και στη συνέχεια ηπατοκυτταρικού καρκινώματος), αναμένεται να συνεχίσει την ήδη αυξητική πορεία που έχει τα τελευταία 20 χρόνια παγκοσμίως.
Εμβολιασμός
Ο εμβολιασμός για τον ιό της ηπατίτιδας Β και η διαχείριση των λοιμώξεων από τον ιό της ηπατίτιδας C, υπόσχονται να έχουν σημαντικό αντίκτυπο στην εμφάνιση του ηπατοκυτταρικού καρκινώματος.
“Η παχυσαρκία, η δυσλιπιδαιμία, ο διαβήτης τύπου ΙΙ και η υπέρταση, τα προβλήματα δηλαδή της σύγχρονης εποχής η οποία υποχρεώνει τους ανθρώπους να ακολουθούν μια καθιστική ζωή, γίνονται αιτία συγκέντρωσης λίπους γύρω από το συκώτι, γεγονός που σε βάθος χρόνου μπορεί να οδηγήσει σε κίρρωση και τελικά σε ηπατοκυτταρικό καρκίνωμα.
Πολύ πιο σπάνια οφείλεται σε έκθεση σε αφλατοξίνες και αριστολοχικό οξύ”, εξηγεί ο κ. Ζαχαράκης.
Συμπτώματα
Οι ασθενείς με ηπατοκυτταρικό καρκίνο στα αρχικά στάδια δεν εμφανίζουν συμπτώματα, ενώ όταν στην πορεία εξελιχθεί η κακοήθεια παρουσιάζουν ένα ή περισσότερα συμπτώματα της κίρρωσης σε προχωρημένο στάδιο, δηλαδή:
-κνησμό,
-ίκτερο,
-σπληνομεγαλία,
-κολπική αιμορραγία,
-καχεξία,
-αύξηση της κοιλιακής περιφέρειας ,
-ηπατική εγκεφαλοπάθεια, και σπανιότερα,
-πόνο στο δεξί άνω τεταρτημόριο της κοιλιάς.
“Στις μέρες μας η κακοήθεια διαγιγνώσκεται σε αρχικότερα στάδια συγκριτικά με το παρελθόν, λόγω των τακτικών εξετάσεων των ασθενών με γνωστή κίρρωση, χρησιμοποιώντας υπερηχογράφημα και έλεγχο ενός καρκινικού δείκτη (άλφα-φετοπρωτεΐνης ορού), μέσω αιματολογικής εξέτασης“, σημειώνει ο κ. Ζαχαράκης προσθέτοντας:
“Εξαιτίας, λοιπόν, της αυξητικής τάσης εμφάνισης της λιπώδους διήθησης του ήπατος παγκοσμίως, όπως και της μη αλκοολικής στεατοηπατίτιδας, η επιστημονική κοινότητα αναζητεί τρόπους πρόληψής τους“.
Η βιταμίνη D
Η έρευνα για τη βιταμίνη D είναι εντατική τα τελευταία χρόνια, λόγω της ανακάλυψης της πολυεπίπεδης συμβολής της στην εύρυθμη λειτουργία πολλών συστημάτων του οργανισμού.
Μελέτη
Ερευνητές από την Κίνα, το Ιράν, τη Ρουμανία και τη Ν. Ζηλανδία αναρωτήθηκαν εάν οι ευεργετικές ιδιότητές της περιλαμβάνουν και το ήπαρ και γι’ αυτό επανεξέτασαν μελέτες που είχαν διεξαχθεί στον γενικό πληθυσμό έως τον Μάιο του 2019.
Σε αυτήν συμπεριλήφθηκαν 6 μελέτες που παρείχαν δεδομένα από 6.357 άτομα.
Διαπίστωσαν ότι όσοι είχαν τις υψηλότερες συγκεντρώσεις βιταμίνης D στον ορό, είχαν 47% χαμηλότερο κίνδυνο καρκίνου του ήπατος, έναντι εκείνων με τις χαμηλότερες συγκεντρώσεις.
Τα στοιχεία από αυτήν τη μετα-ανάλυση, που δημοσιεύθηκαν στο Anticancer Research, υποδηλώνουν ότι μπορεί να υπάρχει αντίστροφη σχέση μεταξύ των επιπέδων βιταμίνης D στον ορό και του κινδύνου καρκίνου του ήπατος.
Η βιταμίνη D, με τις άμεσες αντιφλεγμονώδεις, αντιπολλαπλασιαστικές και αντι-ινωτικές ιδιότητες θεωρείται μια πολλά υποσχόμενη θρεπτική ουσία για τη θεραπεία της μη αλκοολικής στεατοηπατίτιδας.
Μια μελέτη που δημοσιεύθηκε στο Anticancer Research, διαπίστωσε ότι ολοένα αυξανόμενα στοιχεία συνδέουν τις ανωμαλίες του μεταβολισμού της βιταμίνης D με τη λιπώδη διήθηση του ήπατος.
Η σύνθεσή της, λοιπόν, μέσω του ήλιου αλλά και μέσω της διατροφής ή συμπληρωμάτων, θα μπορούσε να αποτελέσει ένα τρόπο πρόληψης των συγκεκριμένων παθήσεων του ήπατος.
Σε συνδυασμό με μια ισορροπημένη διατροφή και άσκηση μπορεί να αποτραπεί η εναπόθεση λίπους στο ήπαρ και να μειωθούν οι πιθανότητες, λιπώδους διήθησης, μη αλκοολικής στεατοηπατίτιδας και ηπατοκυτταρικού καρκινώματος.
Αντιμετώπιση
«Η αντιμετώπιση του ηπατοκυτταρικού καρκινώματος πραγματοποιείται καλύτερα σε διεπιστημονικό περιβάλλον, καθώς πρόκειται για μια δύσκολα διαχειρίσιμη κακοήθεια όταν διαγιγνώσκεται σε προχωρημένα στάδια.
Αντιθέτως, η έγκαιρη ανίχνευσή του, όταν δηλαδή ο όγκος είναι σχετικά μικρός και ιδιαίτερα όταν εντοπίζεται στον ένα λοβό του ήπατος δίνει τη δυνατότητα πλήρους θεραπείας.
Η επιλογή του κατάλληλου θεραπευτικού σχήματος εξαρτάται από πολλούς παράγοντες, όπως το μέγεθος, ο αριθμός και η θέση των όγκων, η παρουσία ή όχι κίρρωσης, η παρουσία μεταστάσεων, η βιολογική ηλικία, η κατάσταση του ήπατος και η γενική κατάσταση του ασθενούς“, εξηγεί ο κ. Ζαχαράκης προσθέτοντας:
“Βάσει αυτών των παραμέτρων επιλέγεται το καταλληλότερο, που μπορεί να περιέχει χειρουργική θεραπεία, χημειοθεραπεία ακτινοβολία και ανοσοθεραπεία.
Η χειρουργική θεραπεία, όταν ενδείκνυται, αποτελεί τη μόνη και πιο αποτελεσματική θεραπευτική αγωγή. Απαράβατος κανόνας είναι ο χειρουργός να είναι εξειδικευμένος και έμπειρος στον συγκεκριμένο καρκίνο», καταλήγει ο κ. Ζαχαράκης.