Βρετανοί επιστήμονες συσχέτισαν τον επιθετικό καρκίνο του προστάτη με 14 γονιδιακές μεταλλαγές – ένα εύρημα που πιστεύουν ότι σύντομα θα οδηγήσει στην ευρεία χρήση ενός προληπτικού γενετικού τεστ για τους άνδρες.
Οι ερευνητές από το Ίδρυμα Έρευνας του Καρκίνου (ICR) στο Λονδίνο που πραγματοποίησαν τις σχετικές ανακοινώσεις, εξήγησαν ότι ο γενετικός έλεγχος των ανδρών θα είναι παρόμοιος με αυτόν που γίνεται για τον καρκίνο του μαστού στις γυναίκες.
Η έρευνά τους, που δημοσιεύεται στην «Βρετανική Επιθεώρηση Καρκίνου» (BJC), σύμφωνα με τα Νέα, βασίσθηκε στην ανάλυση του γενετικού υλικού 191 πασχόντων από καρκίνο του προστάτη και τουλάχιστον τριών στενών συγγενών τους που επίσης είχαν ιστορικό της νόσου.
Έτσι εντόπισαν τις 14 γενετικές μεταλλαγές, οι οποίες αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες επιθετικού καρκίνου του προστάτη.
Οι μεταλλαγές αυτές μπορεί να αποτελέσουν τη βάση του τεστ DNA, «φέρνοντας επανάσταση» στην αντιμετώπιση του προστατικού καρκίνου, σύμφωνα με τον οργανισμό Cancer Research UK.
Ο καρκίνος του προστάτη είναι η πιο συχνή κακοήθης νόσος στους άντρες, αλλά ο ένας στους τρεις ασθενείς δεν χρειάζονται θεραπεία, διότι έχουν βραδέως εξελισσόμενους καρκίνους που δεν απειλούν τη ζωή.
Η ανίχνευση όσων χρειάζονται θεραπεία, επειδή έχουν πολλές πιθανότητες να εκδηλώσουν επιθετική μορφή, είναι τεράστια πρόκληση για τους ειδικούς.
Όπως εξηγούν οι ερευνητές στην BJC, αναζήτησαν σε όλα τα δείγματα αίματος που έλαβαν από τους εθελοντές τους, ορισμένες υψηλού κινδύνου μεταλλαγές, συμπεριλαμβανομένων εκείνων στα γονίδια BRCA που ενοχοποιούνται και για πολλά κρούσματα κληρονομούμενου καρκίνου του μαστού και των ωοθηκών.
Όπως διαπίστωσαν, οι 7 στους 100 ασθενείς έφεραν από μία από τις 14 υψηλού κινδύνου μεταλλαγές – και αυτοί οι άντρες είχαν επιθετικό προστατικό καρκίνο, ο οποίος είχε αρχίσει να εξαπλώνεται στο σώμα τους.
«Υπολογίζουμε ότι σε δύο έως τρία χρόνια θα μπορούμε να προσφέρουμε γενετικό έλεγχο στους άντρες με καρκίνο του προστάτη και στους άνδρες που ανησυχούν εξαιτίας του οικογενειακού ιστορικού τους, για να βλέπουμε εάν όντως κινδυνεύουν», δήλωσε η δρ Ζόφια Κότε-Τζαράι, μοριακή βιολόγος στο ICR και μέλος της ερευνητικής ομάδας που πραγματοποίησε τη νέα μελέτη.